ατμοσφαιρική ρύπανση και ενεργειακή σπατάλη

αναδημοσίευση από τη μελέτη μας
Τοπική Αυτοδιοίκηση

Το πρόβλημα της ρύπανσης είναι ήδη γνωστό σε κάθε κάτοικο μεγάλου αστικού κέντρου. Η ενεργειακή σπατάλη που παρατηρείται στην καταναλωτική μας κοινωνία αποτελεί και το κύριο αίτιο της αστικής ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Στα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα (Αθήνα και Θεσσαλονίκη) η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι ήδη στα ύψη,. Φονικοί ρύποι επιβαρύνουν την ατμόσφαιρα στις δύο πόλεις βάζοντας σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία των κατοίκων, ενώ αυξημένες συγκεντρώσεις όζοντος και αιωρούμενων σωματιδίων παρατηρούνται στην ατμόσφαιρα του Λεκανοπεδίου Αττικής, εξαιτίας του αυξημένου αριθμού αυτοκινήτων αλλά και της καθυστέρησης που υπάρχει στην απόσυρση των παλαιών.
Το κοινωνικό κόστος αποδεικνύεται ότι είναι σημαντικό και ο κύριος συντελεστής είναι μακράν η μείωση του προσδόκιμου βίου λόγω χρόνιας έκθεσης στη βάση του δείκτη των Χαμένων Ετών Ζωής εξαιτίας της μακροχρόνιας έκθεσης σε μικροσωματίδια. Ας σημειώσουμε ότι για το έτος 2002 υπολογίζονται περισσότερα από 10.200 Χαμένα Έτη Ζωής που είναι δυνατόν να αποδοθούν στη μακροχρόνια έκθεση στα αντίστοιχα επίπεδα των μικροσωματιδίων. Μάλιστα η μακροχρόνια έκθεση σε μικροσωματίδια ευθύνεται για περίπου 1,6 εκατομμύρια ημέρες (περίπου 1,5 ημέρα/κάτοικο) για το υπό εξέταση έτος[1].
Το πρόβλημα γίνεται εντονότερο καθώς εντοπίζεται βενζόλιο στους ατμοσφαιρικούς ρύπους που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για τη δημόσια υγεία αφού είναι καρκινογόνα ουσία. Η Αθήνα[2] μαζί με τη Θεσσαλονίκη[3] κατέχουν εξέχουσα θέση στις υπερβάσεις των αιρούμενων σωματιδίων. Το διοξείδιο του αζώτου[4] και το μονοξείδιο του άνθρακα[5] προτιμούν το κέντρο, το όζον[6] τα προάστια, ενώ ο πιο επικίνδυνος ρύπος, τα αιωρούμενα μικροσωματίδια[7], βρίσκεται παντού. Η πηγή των καυσαερίων δεν είναι πια η κλασική βιομηχανία όπως στο 19ο μέχρι το 1970, αλλά το αυτοκίνητο, η κεντρική θέρμανση και ο κλιματισμός, δεδομένης της μεταφοράς του κέντρου βάρους στον τριτογενή τομέα λόγω της αποβιομηχάνισης που συντελείται στην Ελλάδα. Το δε νέφος γίνεται όλο και πιο αισθητό σε πόλεις άνω των 100.000 κατοίκων[8]. Από την άλλη, στο καταναλωτικό πλαίσιο διαβίωσης που διαμορφώνει την ελληνική κοινωνία, κάθε κάτοικος καταναλώνει κάθε χρόνο περίπου 5.000 κιλοβατώρες (kWh). Αυτό σημαίνει ότι ευθύνεται για την έκλυση περίπου 5 τόνων CO2 ετησίως[9]. Ας μην ξεχνάμε όμως και τη συνέπεια της ίδιας της περιβαλλοντικής ρύπανσης στον ανθρώπινο οργανισμό[10].
Η κάλυψη των ενεργειακών απαιτήσεων αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της εύρυθμης λειτουργίας των τοπικών και κατ’ επέκταση των εθνικών οικονομικών. Η σημαντική άνοδος της διεθνούς τιμής του πετρελαίου, τα προβλήματα τροφοδοσίας της Ευρώπης με φυσικό αέριο από τη Ρωσία, η άνοδος της χρήσης του ηλεκτρισμού λόγω του αυξανόμενου βιοτικού επιπέδου και της μεταβολής των καιρικών συνθηκών, καθώς και η υιοθέτηση νομικά δεσμευτικών πλαισίων και στόχων για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, καθιστούν την ορθολογική χρήση κα εξοικονόμηση ενέργειας βασικές παραμέτρους μιας ορθολογικής οικονομικής και περιβαλλοντικά φιλικής συμπεριφοράς[11].
Η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας είναι αναγκαία και δυνατή. Μπορεί μεσοπρόθεσμα να εξοικονομηθεί το 25% της ενέργειας, αλλά αυτό απαιτεί υποδομές και διαπαιδαγώγηση, που σπανίζουν στη χώρα μας. Αν και στην Ελλάδα η μεγαλύτερη σπατάλη ενέργειας γίνεται στα σπίτια, ακόμα να εφαρμοστεί η «ενεργειακή ταυτότητα» κάθε οικοδομής, που κανονικά θα έπρεπε να ισχύει από τις αρχές του 2006.
Σε μία τέτοια λογική θα μπορούσαν να αναζητηθούν προγράμματα οικονομικής ενίσχυσης όσων προβαίνουν σε οικολογικές ανακαινίσεις των κατοικιών και των χώρων εργασίας. Και βέβαια ο λόγος δε γίνεται για αλλαγές κουφωμάτων και κλιματιστικών, αλλά για συνολική ανακαίνιση (δάπεδα από ανακυκλώσιμο υλικό αντί για πλακάκια ή μάρμαρο, χρήση υλικών με θερμομονωτικές ιδιότητες χωρίς βερνίκια ή χρήση αντι-οικολογικών χρωμάτων κλπ).
Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι η συντριπτική πλειονότητα των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου προέρχονται από την κατανάλωση ενέργειας (για παραγωγή ή μεταφορές και οικιακή) επιβάλλεται η εκπόνηση σχεδίων δράσης για την κλιματική αλλαγή και τη βελτίωση των ενεργειακών μεγεθών με συνέπειες  οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές. Οφείλουμε από τα ευχολόγια και τις δημαγωγικές διακηρύξεις να περάσουμε στη συντονισμένη δράση. Είναι ανάγκη να εκπονηθούν και να υλοποιηθούν ειδικά ενεργειακά σχέδια για τον περιορισμό της ενεργειακής σπατάλης που θα έχουν σαφείς ρεαλιστικούς στόχους, θα εκμεταλλεύονται τις τοπικές φυσικές δυνάμεις, θα καθορίζουν προτεραιότητες και χρονοδιαγράμματα και θα κλιμακώνουν τις δράσεις με δυνατότητα αξιολόγησης και αναστοχοθέτησης για μελλοντικές ανάγκες[12].
Από την άλλη, η κλιματική αλλαγή -όλο και πιο αισθητή στην Ελλάδα- εμφανίζεται με παρατεταμμένη ανομβρία και την κατά συνέπεια σταδιακή μείωση του υδατικού αποθέματος και την αύξηση των δυσκολιών συμβίωσης στα πολυάνθρωπα άστη. Έτσι, η αυτοδιοικητική ευθύνη γίνεται εντονότερη με κατευθύνσεις πια την επανάχρηση του πόσιμου νερού και ακόμα και των ίδιων των αστικών λυμάτων.
Δεν είμαστε αντίθετοι στην καθιέρωση ενός ανταποδοτικού ενιαίου περιβαλλοντικού τέλους που στόχο θα έχει όχι μόνο να εξοπλίσει την Τοπική Αυτοδιοίκηση, αλλά και να κάνει τον πολίτη συμμέτοχο. Φυσικά, τα τέλη στην κινηματική μας λογική δεν έχουν φοροεισπρακτικό στόχο, όπως οι δημοκρατικές οικονομικές επιλογές, αλλά καθαρά κοινωνικό. Παρά τον κίνδυνο αντιδράσεων και παρά την επιπλέον επιβάρυνση, προτείνεται ένα μέτρο που επιτρέπει στις τοπικές αρχές να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να διαχειριστούν το περιβάλλον με σωστό σχεδιασμό και διαφάνεια. Οι φόροι αυτοί δε θα είναι παρά ένα αναγκαίο ποσό για την ικανοποίηση κι επέκταση σε κάθε σπίτι της δημοτικής χωρικής ευθύνης της λογικής της ανακύκλωσης από την πηγή ακόμα. Άλλωστε, η Τοπική Αυτοδιοίκηση πρέπει -μέσα σε προκαθορισμένα όρια- να μπορεί να επιβάλλει δικούς της φόρους ή να επιλέγει το ύψος του φορολογικού συντελεστή. Διαφορετικά, δε θα μπορεί να προσαρμόσει τα έσοδά της σύμφωνα με τις ανάγκες της και θα έχει περιορισμένες δυνατότητες η προγραμματισμού[13]Η δυνατότητα επιβολής φόρων ως ένα οικονομικό μέσο ενισχύει την πιστοληπτική ικανότητα των ΟΤΑ ώστε να μπορούν να δανειοδοτούνται με ασφάλεια προγραμματίζοντας δράσεις για το περιβάλλον και επέκταση υπαρχόντων προγραμμάτων (αγορές κάδων, επέκταση προγραμμάτων ανακύκλωσης, αγορές οχημάτων κλπ).
Είναι όμως αναγκαίο να βρεθεί εκείνος ο αντικειμενικός μαθηματικός τύπος που θα αυξάνει ή θα μειώνει τον ειδικό αυτό φόρο βάσει των ρύπων και των απορριμμάτων που ο κάθε πολίτης παράγει. Ένας τύπος που θα λαμβάνει υπόψη την ενεργειακή ρυπογόνα κατανάλωση[14] και τον αριθμό των μελών μιας οικογένειας[15]. Αν ο λόγος γίνεται για μια επιχείρηση, το ύψος του θα μπορεί να εξαρτάται από τον αριθμό των εργαζομένων και το είδος της επιχείρησης ή τον κύκλο εργασιών της[16]. Το ίδιο μέτρο -μπορεί όπως θα δούμε και παρακάτω- να επεκταθεί και στην αγροτική ύπαιθρο. Στο ίδιο πνεύμα αναγκαία είναι και η δυνατότητα στις δημοτικές υπηρεσίες να επιβάλλουν πρόστιμα στα ρυπογόνα οχήματα και στις ηχορυπογόνες επιχειρήσεις.
Ωστόσο, τα περιβαλλοντικά τέλη μπορεί να παρέχουν και ελαφρύνσεις σε εκείνους που προσπαθούν να προστατεύσουν το περιβάλλον. Η ανακύκλωση μπορεί να ενισχυθεί μέσα από μία τέτοια προοπτική. Ανάλογα με τον όγκο των ανακυκλώσιμων υλικών είναι εφικτό να ορίζεται και ο φόρος (ή επιστροφή από την οικεία δημοτική αρχή ενός μέρους του) τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις τοπικές επιχειρήσεις.
Έτσι, η επιβολή φόρων όχι μόνο μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση περιβαλλοντικών προβλημάτων στη γεωγραφική επικράτεια ενός δήμου, αλλά γίνεται και μέσο προώθησης της ιδέας της αναζήτησης άλλων μέσων για την εξοικονόμηση ενέργειας. Αρκεί όλο το εγχείρημα να γίνεται με βάση έναν ολοκληρωμένο και διαφανή σχεδιασμό που θα προκύψει από τη συμμετοχή όλων των τοπικών φορέων. Το σημαντικότερο ίσως πλεονέκτημα των περιβαλλοντικών φόρων κι επιβαρύνσεων έναντι του συστήματος των απαγορεύσεων και των προδιαγραφών είναι ότι αυτοί αποτελούν ένα συνεχές κίνητρο για τη μείωση της ρύπανσης και της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος[17]. Αντίθετα, οι περιβαλλοντικές επιδοτήσεις έχει φανεί ότι δεν εκπληρώνουν το σκοπό τους ούτε στις μικρές ούτε στις μεγάλες επιχειρήσεις. Τίθενται υπό αμφισβήτηση ακόμα και οι πολιτικοί στόχοι τους, καθώς μοιάζουν να δωροδοκούν τους ρυπαίνοντες για να μη μολύνουν το περιβάλλον, καθιστώντας  το τελευταίο εμπορεύσιμο είδος.
Ταυτόχρονα, σε επίπεδο οργάνωσης των υπηρεσιών είναι αναγκαίο να δημιουργηθούν και να στελεχωθούν ειδικά γραφεία που θα απασχολούνται αποκλειστικά με περιβαλλοντικά ζητήματα. Τα γραφεία αυτά θα μπορούν να παρέχουν περιβαλλοντικές συμβουλές σε κάθε πολίτη και να κάνουν υποδείξεις είτε τηλεφωνικά είτε ηλεκτρονικά είτε με επιτόπιες επισκέψεις. Η ευρωπαϊκή εμπειρία[18] δείχνει ότι έχει αξιοσημείωτα αποτελέσματα όσο αυξάνεται το ενδιαφέρον των πολιτών για το περιβάλλον. Η ειδική αυτή υπηρεσία του γραφείου περιβάλλοντος θα μπορεί να εκπονεί και μελέτες μικρής εμβέλειας (μετρήσεις ρύπανσης και μόλυνσης) σε κατοικίες, επιχειρήσεις ή σε άλλα σημεία στα όρια του δήμου, υποχρεώνοντας παράλληλα και ιδιώτες ή κρατικούς φορείς να συμμορφωθούν, λαμβάνοντας και τα κατάλληλα μέτρα (επιβολή προστίμων, προτάσεις και συμβουλές για καλύτερη απόδοση) για την προστασία του περιβάλλοντος, την ασφάλεια και την υγεία των πολιτών.
Η δε δημιουργία προδιαγραφών για πράσινες προμήθειες από πλευράς των ΟΤΑ θα μπορούσε να συμβάλλει σημαντικά. Κριτήριο στις προμήθειες των δήμων θα είναι αν τα υλικά είναι ανακυκλώσιμα, πόσο μεγάλος είναι ο κύκλος ζωής τους και πόσο φιλικά προς το περιβάλλον. Η στροφή προς πράσινες τοπικές δημόσιες προμήθειες (επενδύσεις και κατανάλωση) όχι συμβάλλει στη μείωση των απορριμμάτων που παράγουν οι ίδιες οι υπηρεσίες και στη μείωση της ενέργειας, αλλά δίνει το καλό παράδειγμα στον τοπικό πληθυσμό. Προβάλλει μια άλλη, μια καλή πρακτική για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά σχετικά με το σχεδιασμό και την εκτέλεση φιλοπεριβαλλοντικών δράσεων.
Ακόμα και πολεοδομικά μέτρα μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στον περιορισμό της ατμοσφαιρικής ρύπανσης βοηθώντας στον αυτοκαθαρισμό της. Η αντίληψη για την αειφόρο ανάπτυξη που ακολουθείται στα Γενικά Πολεοδομικά και  στα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια παρουσιάζεται να είναι κύρια εκείνη της ελεύθερης αγοράς. Η εμμονή της φιλοσοφίας των πλαισίων σε μία αντίληψη της αειφόρου ανάπτυξης που ενδιαφέρεται να εξυπηρετεί αποκλειστικά τους στόχους μιας άμεσης, κύρια οικονομικής απόδοσης και να αδιαφορεί ή να παραμελεί τους υπόλοιπους φυσικούς, πολιτιστικούς και ανθρώπινους παράγοντες φαίνεται να είναι η αιτία ή η πρόφαση της πρόκλησης των περισσότερων αντιδράσεων του επιστημονικού, του τεχνικού και του ευρύτερα κοινωνικού χώρου[19]. Μπορούν κάλλιστα να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα σε καθαρά πολεοδομική κατεύθυνση, στον τρόπο δόμησης και στον εμπλουτισμό της πόλης με εκτεταμένες επιφάνειες πρασίνου και να μειωθεί δραστικά η εκμετάλλευση της γης με την οικοδόμηση πολυκατοικιών με τους υψηλούς συντελεστές δόμησης και ακόμη να διασωθούν και να εξασφαλιστούν μεγάλοι χώροι πρασίνου. Ο υψηλός συντελεστής δόμησης έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την υψηλή πυκνότητα δόμησης και την πυκνότητα κατοίκων, με συνέπειες την περισσότερη έκλυση ρυπαντών ανά μονάδα επιφάνειας με ό,τι αυτό συνεπάγεται (μείωση δυνατότητας αυτοκαθαρισμού της ατμόσφαιρας, μεταβολή μικροκλίματος κλπ)[20].
Στα πολεοδομικά όμως θέματα είναι αναγκαίο να οριστεί το τρίπτυχο ανάμεσα στην έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης του τόπου, του πολεοδομικού προγραμματισμού και των δράσεων που επιλέγονται ως κινητήριοι άξονες. Συγκεκριμένα, είναι αδύνατο να περιγραφεί η ανάπτυξη χωρίς να ληφθεί υπόψη ο επιθυμητός-μελλοντικός, της χαρακτήρας, δηλαδή χωρίς την αναφορά στον πολεοδομικό προγραμματισμό. Επιπρόσθετα, βασική παράμετρος σε αυτή τη διαδικασία είναι η επιλογή των δράσεων που προκύπτει από το υποκείμενο, το αντικείμενο και το φορέα προγραμματισμού. Έτσι, καθορίζεται ως πρωταρχικός στόχος της πολεοδομικής επιστήμης η διευθέτηση των υπαρχόντων ζητημάτων και σε δεύτερο επίπεδο, η πρόβλεψη και η επίλυση των νέων, ώστε να αποτραπεί η άναρχη και αυθαίρετη ανάπτυξη των οικιστικών συνόλων. Κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται θέτοντας συγκεκριμένες αρχές, μέτρα και πολιτικές που είναι άμεσα εξαρτημένοι από την ανάλυση των ζυμώσεων που προαναφέρθηκαν. Τέλος, απόρροια αυτών των στόχων είναι η θέσπιση της βάσεως νομοθετικών αλλαγών που διέπουν τις οικονομικο-κοινωνικές δομές, υπό το πρίσμα του δημόσιου συμφέροντος[21].
Η δε σημασία των δασών στον περιαστικό χώρο δε χρειάζεται να αναλυθεί. Όσο περισσότερο αυξάνεται το δάσος και όσο περισσότερο χρησιμοποιούμε τα προϊόντα του, τόσο καλύτερο είναι για το κλίμα. Τα δάση και η δασική βιομηχανία επομένως, μπορούν να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο στη λύση του προβλήματος της αλλαγής του κλίματος[22]. Είναι προφανές ότι μία πόλη πρέπει να περιβάλλεται από δάση σε μεγάλη έκταση ώστε να δημιουργούνται εκείνες οι μικροκλιματικές συνθήκες -όπως αυτές που αναλύθηκαν πρωτύτερα- για να υπάρχει δροσισμός και αυτοκαθαρισμός της ατμόσφαιρας. Υπενθυμίζεται ακόμη ότι έχει αποδειχθεί ότι το δάσος έχει ακόμη και βακτηριοστατική δράση. Δυστυχώς όμως στην περίπτωση των ελληνικών πόλεων και ιδίως των μεγαλύτερων, τα περιαστικά δάση επειδή ακριβώς έχουν αυτές τις ιδιότητες μετατρέπονται σε οικόπεδα για λίγους και καταστρέφεται η ποιότητα ζωής των πολλών. Έτσι ως κυρίαρχο στοιχείο πρέπει να τεθεί η οικολογική ανόρθωση όλων των δασικών οικοσυστημάτων των ορεινών όγκων με στόχο την αναβίωση της δασικής χλωρίδας και πανίδας στο ενιαίο οικοσύστημα που αντιστοιχούσε παλαιότερα.
Και φυσικά η Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει κάθε λόγο να πιέζει για εξοικονόμηση ενέργειας και προστασία της ατμοσφαιρικής μόλυνσης από κάθε βιομηχανική μονάδα. Η βιομηχανική ανάπτυξη δεν είναι άσχετη από την υγεία των κατοίκων, ούτε η ανάπτυξη είναι κάτι μακριά από την ασφαλή διαβίωσή τους. Η δημοτική αρχή που έχει στα όριά της βιομηχανική ζώνη είναι άμεσα υπεύθυνη για την επιβολή μέτρων ή την άσκηση πιέσεων ώστε να μη κινδυνεύει ούτε το έμψυχο δυναμικό ούτε το περιβάλλον. Η εποχή που η ανάπτυξη ταυτίζονταν με την ανεξέλεγκτη έκλυση ρύπων και αποβλήτων έχει περάσει. Η ανάπτυξη μπορεί με γενναίες αποφάσεις και με τη συνεργασία των τοπικών φορέων μέσα από την ανάπτυξη ενός φιλοπεριβαλλοντικού κινήματος να συμβαδίζει με τις ανάγκες του οικοσυστήματος και της ανθρώπινης υγείας.
Ο ρόλος της δημοτικής αρχής είναι διττός καθώς από τη μια οφείλει να μειώσει τις καταναλώσεις της λειτουργίας του δήμου, κυρίως των σχολείων και του φωτισμού και να παράλληλα να προσπαθήσει να προτρέχει τους δημότες δίνοντας ο ίδιος πρώτα τα στοιχεία και το παράδειγμα προς μίμηση, σε δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας στον οικιακό και επιχειρηματικό τομέα[23].
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, όμως, είναι καταναλωτής και ταυτόχρονα διαμορφώνει συμπεριφορές σε τοπικό επίπεδο. Μπορεί, λοιπόν, και πρέπει να έχει ενεργό ρόλο, να σηματοδοτήσει την αλλαγή της συμπεριφοράς παραδειγματίζοντας τους κατοίκους με πρωτοβουλίες για τον ορθό δρόμο της εξοικονόμησης ενέργειας[24]. Οφείλει να προχωρήσει στην ενεργειακή αυτονομία των δικών της κτιρίων με τοποθέτηση μονάδων παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας διεκδικώντας στοχευόμενα χρηματοδοτικά προγράμματα. Είναι τετριμμένο πια να κάνουμε λόγο για την αναγκαιότητα παρεμβάσεων και ρυθμίσεων στο κυκλοφοριακό και τις μετακινήσεις ή στα κτιριακά με βιοκλιματικό σχεδιασμό και τη χρήση ψυχρών υλικών και νησίδων πρασίνου. Η πρόταση δε της χρήσης αναστρέψιμων υλικών, κρίνεται ως η πλέον συμφέρουσα οικονομικά και οικολογική-αειφορική την ίδια στιγμή. Δεν είναι δυνατόν τόσο η Πολιτεία όσο και οι αυτοδιοικητικές αρχές ακόμα να επιδιώκουν την απόκτηση επιδειξιομανών κτιρίων. Απαιτείται προσαρμογή του αστικού σχεδιασμού στο περιβάλλον.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενεργειακής σπατάλης αποτελούν τα σχολικά κτίρια. Κάνουμε λόγο για συγκροτήματα που το χειμώνα παγώνουν και υποχρεώνονται σε υπερβολική κατανάλωση ενέργειας για θέρμανση, το καλοκαίρι μετατρέπονται σε θερμοκήπια δυσχεραίνοντας την εκπαιδευτική διαδικασία, κτίρια προσανατολισμένα σε λάθος πλευρά και μη πλήρη απουσία δενδροστοιχιών στις αυλές ή νησίδων πρασίνου στις προσόψεις των σχολείων ώστε να προστατεύουν τις αίθουσες.

[1] Χ. Βλαχοκώστας, Ν/ Μουσιόπουλος, Χ. Αχίλλας, Γ. Μπανιάς, Κ. Καλογερόπουλος, Επιπτώσεις στη δημόσια υγεία και κοινωνικό κόστος της σωματιδιακής και φωτοχημικής αέριας ρύπανσης στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, πρακτικά 3ου πανελλήνιου συνεδρίου (15-17/10/2009) Κλιματική Αλλαγή, Βιώσιμη Ανάπτυξη, Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, αναζητώντας λύσεις για το ελληνικό περιβάλλον, εκδ. Ζήτη, Θεσσαλονίκη 2009, σελ.109-112.
[2] Σύμφωνα με τις μετρήσεις του Δικτύου Παρακολούθησης Ατμόσφαιρας της Αθήνας υπήρξε υπέρβαση ορίου τις απογευματινές ώρες στη περιοχή της Ελευσίνας 207 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα ξεπερνώντας το όριο 180 μικρογραμμάρια. Στο πρώτο εξάμηνο του 2009 έχουν καταγραφεί 53 ημέρες υπερβάσεων στις τιμές των αιωρούμενων σωματιδίων, ενώ η ΕΕ έχει ως όριο τις 35 ημέρες. Σημαντικές είναι οι υπερβάσεις των ορίων και στο όζον, έναν φωτοχημικό ρύπο που αυξάνεται ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Η δε ετήσια έκθεση της διεύθυνσης Ελέγχου Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης και Θορύβου (ΕΑΡΘ) του ΥΠΕΧΩΔΕ για το 2008 δείχνει ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση παραμένει σημαντικότατη πηγή υποβάθμισης της ποιότητας ζωής των κατοίκων της Αθήνας και άλλων δήμων της πρωτεύουσας.
[3] Η ατμόσφαιρα στη Θεσσαλονίκη είναι αποπνικτική, καθώς τα αποτελέσματα των μετρήσεων δείχνουν αύξηση των αιρούμενων σωματιδίων PM10. Οι μετρήσεις δείχνουν ότι επιβαρύνουν κατά πολύ τη ποιότητα του αέρα στη πόλη και ξεπερνούν το όριο των 35 ημερών της ΕΕ. Η ποιότητα της ατμόσφαιρας στη συμπρωτεύουσα επιδεινώνεται καθώς παρατηρούνται και αυξημένες τιμές όζοντος. Έρευνες από διαφορετικές επιστημονικές ομάδες (Εργαστήριο Ελέγχου Ρύπανσης Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, Δήμο Θεσσαλονίκης και Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας του ΤΕΕ) δείχνουν ότι ολόκληρο το πολεοδομικό συγκρότημα (12 σταθμοί μέτρησης) βρίσκεται σε κλοιό σκόνης και ότι οι τιμές ξεπερνούν τις περισσότερες ημέρες του χρόνου τα όρια συναγερμού. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, τα αιωρούμενα σωματίδια στην οδό Βενιζέλου ξεπερνούν τα 150 μg/m3 αέρα όταν η ευρωπαϊκή περιβαλλοντική νομοθεσία ορίζει τα 50 μg/m3. Την τελευταία τριετία, μάλιστα, η κατάσταση όχι μόνο δεν παρουσιάζει σημάδια ύφεσης, αλλά αντιθέτως έχει επιδεινωθεί λόγω των έργων που βρίσκονται σε εξέλιξη για την κατασκευή του μετρό.
[4] Συμβάλλει στη δημιουργία της όξινης βροχής. Σε υψηλές συγκεντρώσεις βλάπτει ανθρώπους και βλάστηση. Προκαλεί αναπνευστικές ασθένειες στα παιδιά, δυσκολεύει την αναπνοή των ασθματικών.
[5] Μειώνει την ικανότητα του αίματος να μεταφέρει οξυγόνο, χτυπώντας κυρίως το καρδιαγγειακό και το νευρικό σύστημα. Υψηλές συγκεντρώσεις προκαλούν ζαλάδα, πονοκεφάλους και κόπωση.
[6] Σε μεγάλες συγκεντρώσεις προκαλεί ερεθισμό στην αναπνευστική οδό, διαταραχή της αναπνευστικής λειτουργίας, ξερό λαιμό, πόνο στο στήθος, βήχα, άσθμα, φλεγμονή στους πνεύμονες, αυξημένες πιθανότητες σε μολύνσεις του αναπνευστικού και ερεθισμό των ματιών. Προκαλεί ζημιές στα φυτά και στα δάση.
[7] Όσο μικρότερα είναι, τόσο βαθύτερα εισχωρούν στο αναπνευστικό σύστημα και μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές ασθένειες, ενώ επιδεινώνουν τα συμπτώματα ευαίσθητων ομάδων, που πάσχουν από άσθμα και καρδιαγγειακές παθήσεις.
[8] Το νέφος παράγεται από την καύση υδρογονανθράκων, δηλαδή πετρελαιοειδών ή φυσικού αερίου, ή κάθε είδους γαιάνθρακα (λιγνίτη, ανθρακίτη κ.α.). Το διοξείδιο του θείου, με το ηλιακό φως και την υγρασία της ατμόσφαιρας, μετατρέπεται σε τριοξείδιο του θείου και σε συνέχεια σε θειικό οξύ που επανέρχεται στο έδαφος με την βροχή. Είναι η γνωστή μας «όξινη βροχή» η υπεύθυνη για την καταστροφή των μαρμάρων και ασβεστόλιθων των αγαλμάτων και κτηρίων (τα οποία μετατρέπει σε γύψο) και των δασών.
[9] Για παράδειγμα για κάθε μία ώρα που ανάβουμε μία λάμπα εξοικονόμησης ενέργειας (20W) αντί για μία αντίστοιχη συμβατική (100 W) αποσοβείται έκλυση περίπου 30 κιλών CO2. Αν κάθε νοικοκυριό αντικαθιστούσε 3 μόνο συμβατικούς λαμπτήρες που συνολικά μένουν αναμμένοι 10 ώρες την ημέρα, με αντίστοιχους λαμπτήρες εξοικονόμησης ενέργειας, η ετήσια εξοικονόμηση 300 κιλά CO2. Και φυσικά είναι αναγκαίο πια να συμμετέχουν σε τέτοιες προσπάθειες και οι αυτοδιοικητικές αρχές περιορίζοντας τη σπατάλη ενέργειας.
[10] Ας συμπληρώσουμε ότι οι ρύποι συμβάλουν στην αύξηση των περιπτώσεων ασθένειας του ήπατος, καθώς το 60% των ρύπων ή και περισσότερο προκαλούν δυσλειτουργίες στα ένζυμα του συκωτιού. Παράλληλα, με την ατμοσφαιρική ρύπανση σχετίζεται και ο κοιλιακός πόνος, ένας από τους πιο κοινούς λόγους για επισκέψεις στα επείγοντα νοσοκομείων. Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε την ακόμα πιο ανησυχητική εικόνα από αγγλική μελέτη σύμφωνα με την οποία τα παιδιά διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο από τη ρύπανση των μικροσκοπικών αιωρούμενων σωματιδίων που προέρχονται από τα μέσα μεταφοράς.
[11] ΚΕΔΚΕ, Ενέργεια και Τοπική Αυτοδιοίκηση, Προβλήματα και προοπτικές, σελ. 25.
[12] Σχετικά βλ. ΚΕΔΚΕ, Ενέργεια και Τοπική Αυτοδιοίκηση, Προβλήματα και προοπτικές, σελ. 25 κ.ε.
[13] Ν. Τσάτσος, ό.π., σελ. 110.
[14] Άρα θα πρέπει να υπολογίζει το εμβαδόν ενός οικήματος γιατί όσο μεγαλύτερο είναι τόσο μεγαλύτερη και η κατανάλωση ενέργειας -εκτός αν αυτή περιορίζεται με λελογισμένη χρήση-, τον όροφο και τη χρήση ασανσέρ.
[15] Περισσότερα μέλη σε μια οικογένεια σημαίνει πολύ απλά περισσότερη ενέργεια και περισσότερα απορρίμματα.
[16] Στις σύγχρονες συνθήκες όσο μεγαλύτερος ο κύκλος εργασιών, τόσο μεγαλύτερη είναι και η κατανάλωση ενέργειας.
[17] Ευρ. Παπαδημητρίου, Περιβαλλοντική πολιτική και οικονομική κρίση, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006, σελ. 179.
[18] Τέτοια γραφεία πληροφοριών συναντάμε σε αρκετές πόλεις της Γαλλίας, όπως τη Νίκαια, τη Λυών, το Στρασβούργο, τη Λιλ, το Μετζ, το Σαιντ-Ντενίς και αλλού.
[19] Σ. Χατζηκοκόλη, Η έννοια της αειφόρου ανάπτυξης, το γενικό και τα ειδικά χωροταξικά πλαίσια, πρακτικά 3ου πανελλήνιου συνεδρίου Κλιματική Αλλαγή, Βιώσιμη Ανάπτυξη..., ό.π., σελ. 259.
[20] Το μεγάλο ύψος των κτηρίων, οι ελάχιστες αποστάσεις μεταξύ τους και το ελάχιστο πλάτος των δρόμων μαζί με τον ανύπαρκτο ουσιαστικά εσωτερικό ακάλυπτο των οικοδομικών τετραγώνων, προκαλούν μείωση μέχρι και μηδενισμό των ανέμων στο επίπεδο του εδάφους. Γενικώς πάντως ο άνεμος στο επίπεδο του εδάφους μειώνεται μέχρι και 70% ενώ και πάνω από την πόλη λόγω των παραπάνω συνθηκών υπάρχει μείωση του ανέμου κατά 30-50%. Στις περιπτώσεις που υπάρχουν πυλωτές, η κατάσταση είναι λίγο καλύτερη, αλλά χωρίς μεγάλες διαφορές.
[21] Π. Σταθακόπουλος, Θ. Μαγγανά, Πολιτισμικό αναπτυξιακό πάρκο: το παράδειγμα της Χίου, πρακτικά 3ου πανελλήνιου συνεδρίου (15-17/10/2009) Κλιματική Αλλαγή, Βιώσιμη Ανάπτυξη, Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, αναζητώντας λύσεις για το ελληνικό περιβάλλον, εκδ. Ζήτη, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 271-272.
[22] K. Skog, G. Nicholson, Carbon cycling throygh wood products, Forest Prod. J. 48, 7/8, 1998, pp 75-83.
[23] ΚΕΔΚΕ, Ενέργεια και Τοπική Αυτοδιοίκηση, Προβλήματα και προοπτικές, σελ. 23.
[24] Ας σημειώσουμε ότι το 40% της ενεργειακής σπατάλης στην ΕΕ προέρχεται από τις κτιριακές υποδομές και το ένα τρίτο από τις εκπομπές του CO2.

1 έκριναν :

Dyer είπε...

Αυτή την χρονική στιγμή διάλεξε η τοπική αυτοδιοίκηση για να σχεδίαση το “περιβαλλοντικό τέλος”!!!
Αντί να σχεδιάζει πως θα μπορέσει να ενισχύσει τη συλλογικότητα των πολιτών για να αντιμετωπιστεί, κατά το δυνατόν, ανώδυνα το τσουνάμι της κρίσης, σχεδιάζει πράσινους φόρους;
Έλεος!!!
Σε άλλη χώρα ζω;

ShareThis