Μπολιβάρ

Γιά τους μεγάλους, γιά τους ελεύθερους, γιά τους γενναίους, τους δυνατούς,
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά,
Γι' αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή, γι' αυτούς τα δάκρυα, γι'αυτούς
          οι φάροι, κι οι
κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια
Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και γράφουνε στους σκοτεινούς
          ορίζοντες των
λιμανιών,
Γι' αυτούς είναι τ' άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο πιό στενό, πάλι του λιμανιού,
          σοκάκι,
Γι' αυτούς οι κουλούρες τ' άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες, οι άγκυρες, τ' άλλα
          μανόμετρα,

Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,
Γιά ν' αρματώσουνε καράβι, ν' ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοια με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μέσ' στη νυχτερινή γαλήνη των
          μπαχτσέδων,
Μ' ένα σκοπό του ταξιδιού: π ρ ο ς τ' ά σ τ ρ α.

Γι' αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε η Εμπνευσις,
Καθώς εφώλιασε μέσα στα βαθιά του μυαλού μου όλο συγκίνηση
Γιά τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του
          Σίμωνος Μπολιβάρ.

Όμως γιά τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας τον άλλο γιά κατάλληλο
          καιρό,
Αφήνοντάς τον γιά νάν τ' αφιερώσω, σαν έρθ' η ώρα, ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που
έψαλα ποτέ,
Ίσως τ' ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ' όλον τον κόσμο.
Κι αυτά όχι γιά τα ότι κι οι δυό τους υπήρξαν γιά τις πατρίδες, και τα έθνη, και τα

          σύνολα, κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,
Παρά γιατί σταθήκανε μες στους αιώνες, κι οι δυο τους, μονάχοι πάντα, κι ελεύθεροι,
          μεγάλοι, γενναίοι και δυνατοί.
Και τώρα ν' απελπιζουμαι που ίσαμε σήμερα δεν με κατάλαβε, δεν θέλησε, δε μπόρεσε
          να καταλάβη τι λέω, κανείς;
Βέβαια την ίδια τύχη να 'χουνε κι' αυτά που λέω τώρα γιά τον Μπολιβάρ, που θα πω
          αύριο γιά τον Ανδρούτσο;
Δεν είναι κι εύκολο, άλλωστε, να γίνουν τόσο γλήγορα αντιληπτές μορφές της

          σημασίας τ' Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ,
Παρόμοια σύμβολα.
Αλλ' ας περνούμε γρήγορα: προς Θεού, όχι συγκινήσεις, κι υπερβολές, κι απελπισίες.
Αδιάφορο, η φωνή μου ήτανε προορισμένη μόνο γιά τους αιώνες.
(Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρινό, σε χρόνια, λίγα, πολλά, ίσως από μεθαύριο, κι αντί
          μεθαύριο,
Ίσαμε την ώρα που θε ν' αρχινήση η Γης να κυλάει άδεια, κι άχρηστη, και νεκρή, στο
          στερέωμα,
Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριες νύχτες, πάνω στην κλίνη τους,
Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους, αναλογιζόμενοι ποιος ήμουν, σκεφτόμενοι
Πως υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα.
Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα εφτά της Ύδρας ακρογιάλια,
Κι οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια,
Αέναα, ακούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ' όνομά μου).

Ας επανέλθουμε όμως στον Σiμωνα Μπολιβάρ.

Μ π ο λ ι β ά ρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, ήσουνα ένα λουλούδι μες στους
          μπαχτσέδες της
Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μες στην καρδιά σου, μες στα μαλλιά σου, μέσα
          στo βλέμμα σου.
Η χέρα σου ήτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου, και σκορπούσε το καλό και το κακό.
Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ' άστρα, κατέβαινες στους κάμπους, με τα χρυσά, τις
          επωμίδες, όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,
Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο
          το κορμί σου,
Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ' ακροθαλάσσι,
Κι έρχονταν και σ' έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,
Μ' ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, γιά να φαντάζεις σα ρημοκλήσι σε περιγιάλι
          της Αττικής,
Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων, ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας
          ερημική. [...]
Μ π ο λ ι β ά ρ! Κράζω τ' όνομά σου ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού Ερε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κεί κάτω, πέρα απ' τη Μονεβασιά, το τρανό Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της Νικαράγκουα, του Οvτoυράς, της
Αϊτής, του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας, της Κολομβίας, του Περού, της Βενε­ζουέλας,
της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας, Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ' ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ' όνομά σου πάνω στην πέτρα, να 'ρχουνται αργότερα οι
          ανθρώποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω -έτσι ήτανε, λεν, ο Μπολιβάρ- και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.

Είδες γιά πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φως το δικό σου,
Μ π ο λ ι β ά ρ, γιατί ως να 'ρθεις η Νότια Αμερική ολόκληρη ήτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ' όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.

Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκαλιά σου.
Στην κορυφή της κεφαλής σου, παλικαρά, τρέχουν τ' ανήμερα άτια και τ' άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφέ.

Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μ π ο λ ι β ά ρ, είσαι ωραίας σαν Έλληνας. [...]
Νίκος Εγγονόπουλος


Το ποίημα Μπολιβάρ γράφτηκε το χειμώνα του 1942. Αρχικά, κυκλοφόρησε υπό χειρόγραφη μορφή αντιγράφων, τα οποία πολύ συχνά διαβάζονταν σε συγκεντρώσεις αντιστασιακού χαρακτήρα. Πλούταρχος και Gabriele d’ Annunzio, αποτελούν την πηγή έμπνευσης για το ξεκίνημα αυτό. Το θέμα του (ποιητικού) «ύψους» εμφανίζεται αρκετά συχνά στην ποίηση του Εγγονόπουλου. Έτσι και στην εισαγωγική στροφή του Μπολιβάρ, ο μοναδικός σκοπός του ποιητικού ταξιδιού είναι τα άστρα. Ωστόσο, αυτή η άνοδος προς τα ύψη δεν είναι πάντοτε ακίνδυνη, αφού παντού και πάντα υπάρχουν εκείνοι που με φθόνο καραδοκούν έτοιμοι να κάνουν κακό. Χωρίς υποκρισία, ο Εγγονόπουλος αποτίνει φόρο τιμής στον εαυτό του, με τρόπο απόλυτο και συνειδητό. Σε ολόκληρο το έργο του Εγγονόπουλου υπάρχει η επιθυμία μεν να μορφώσει και να συγκροτήσει το δικό του πρόσωπο και αφετέρου να δείξει τη συγγένειά του με τους παλαιούς ποιητές και την παράδοση. Σε αντίθεση με τον Ελύτη, τον Γκάτσο και τον Ρίτσο ο ποιητής αντικαθιστά το μύθο της ελληνικότητας με έναν οικουμενικό μύθο. Η εξιδανίκευση που επιδιώκει σε αυτό το σημείο ο ποιητής είναι πλήρως εμφανής, αφού αποκαλεί τον εαυτό του γιο του ελευθερωτή Μπολιβάρ και κάνει λόγο για την καταπληκτική του ομοιότητα με τον Αβραάμ Λίνκολν. Θα ήταν καλό άνθρωποι τόσο «μεγάλοι» να μην ξεχνιούνται, γιατί το αποτύπωμά τους στο χρόνο και την ιστορία είναι ανεξίτηλο. Εκατό χρόνια μετά τη γέννηση του υπερρεαλιστή Εγγονόπουλου, η φωνή του, όπως αυτή γινόταν φανερή μέσω των ποιημάτων του, ακόμα ηχεί στο σήμερα. Και θα κλείσω με μία δική του φράση: «Η ποίηση, στην ουσία, είναι μία». Δεν υπάρχει παλαιό και νέο παρά μόνο ποίηση. Και αυτή δεν πρέπει να λησμονιέται… (πηγή: Lapsus Linguae)

5 έκριναν :

Ανώνυμος είπε...

www.arelis.gr
περιεχει το υπερρεαλιστικο ερωτονομικον
και το μεταφυσικο θεατρικο εργο μεταξυ ενδοκοσμικου και υπερβατικου

ο δείμος του πολίτη είπε...

Όντως,ανώνυμε, πολύ ενδιαφέρον. Γνώριζα το site, το είχα επισκεφθεί παλαιότερα.

amarantos είπε...

To vivlio boreite na to katebasete se morfi pdf apo edw:

http://e-vivlia.blogspot.com/2008/11/blog-post_23.html

paraxeno είπε...

ίσως θα πρεπει να φύγω για να βρω εκείνο που είμαι, ίσως το ταξίδι προς τ'άστρα να ειναι η μαθητεία που λείπει, για να με κάνει Ανθρωπο
ίσως παλι ειμαι εκεί που πρεπει, εκεί που χωρώ... αυτό το φοβάμαι πιο πολύ από το άγνωστο των αστεριών και το αχανές...

:)

ο δείμος του πολίτη είπε...

Αμάραντε, σ'ευχαριστώ πολύ.

Παράξενο, όλοι φοβόμαστε, αλλά μην ξεχνάς ότι οδηγός μας μπορεί να είναι και η δράση ορισμένων ιδεολόγων.

ShareThis