Η τσιμεντοποίηση και η ευκαιριακή άκριτη πολεοδόμηση, άφησαν μακριά την ελπίδα για τη δημιουργία ανθρώπινων πόλεων. Οι ρυμοτομίες και οι πολεοδομικές διατάξεις απλά αποδεικνύουν την απουσία οράματος. Στοιχεία τα οποία στην αρχική ανάπτυξη της οικονομικής επιστήμης θεωρούνταν "ελεύθερα" και "μη οικονομικά", όπως ο αέρας, το νερό, το φως και η ίδια η γη, γίνονται σπάνια, καθώς στις πόλεις αυτές η φύση έχει εξαφανιστεί εντελώς και πρέπει να παραχθεί[2].
Η κινηματική δημοτική αρχή αφουγκραζόμενη τις ανησυχίες των πολιτών για την προστασία του περιβάλλοντος είναι τοις πράγμασι υποχρεωμένη από τον πολιτικό της ρόλο να σχεδιάσει ένα βιώσιμο φυσικό ανθρωπογενές περιβάλλον. Η ίδια η αρχιτεκτονική των κτιρίων αυτού του περιβάλλοντος οφείλει να σέβεται και να συμπλέει με κάθε νέα βιοκλιματική πρόταση. Και σαν τέτοια, εννοούμε, την ενσωμάτωση όλων εκείνων των ευαίσθητων και κρίσιμων παραμέτρων, που θα οδηγήσει όχι μόνο στην κάλυψη των κριτηρίων της αναγκαιότητας (necessitas), της άνεσης (commoditas) και της θελκτικότητας (voluptas), αλλά και του κριτηρίου της λογικής του οίκου (ecologicas), της οικολογικής λογικής· της εξοικονόμησης, δηλαδή, ενέργειας και της χρησιμοποίησης οικοδομικών υλικών φιλικών προς τον άνθρωπο και το περιβάλλον[3]. Η ίδια η αυτοδιοίκηση, εξάλλου, είναι υπεύθυνη να θέσει τους όρους και τα κριτήρια δόμησης· κριτήρια δόμησης που επιτρέπουν σε κάθε κατασκευή να έχει τη δική της αρχιτεκτονική ταυτότητα και να μην επιβάλλουν κτιριακές κόπιες.
Κύριος στόχος του βιοκλιματικού σχεδιασμού είναι η αξιοποίηση των ευμενών κλιματικών συνθηκών και η παρεμπόδιση των δυσμενών με σύγχρονη εκμετάλλευση των ιδιαίτερων τοπολογικών χαρακτηριστικών της περιοχής. οι αστικοί υπαίθριοι χώροι παρουσιάζουν ποικιλία στη μορφή και στις ιδιότητες των στοιχείων και των υλικών τους. η αστική μορφολογία επιδρά σημαντικά στο μικροκλίμα: ο προσανατολισμός, η εγγύτητα σε υδάτινο όγκο, η παρουσία λόφων ή άλλων τοπογραφικών ιδιαιτεροτήτων, τα κτίρια, τα υλικά κ.ά. καθορίζουν τις μικροκλιματικές συνθήκες μιας περιοχής και είναι απαραίτητο να λαμβάνονται υπόψη στο σχεδιασμό των υπαίθριων χώρων. Ο σχεδιασμός του τοπίου είναι αναγκαίο να βασίζεται στον κατάλληλο χειρισμό των παραπάνω παραγόντων με στόχο τον έλεγχο της πρόσβασης της ηλιακής ακτινοβολίας, τη ρύθμιση της θερμοκρασίας του αέρα και της σχετικής υγρασίας, την αλλαγή της ανεμορροής και τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα[4]. Ο ολοκληρωτικός όμως οφείλει να λαμβάνει υπόψη την επίτευξη θερμικής άνεσης[5], τη βελτίωση της οπτικής άνεσης και της ποιότητας του αέρα, τη δημιουργία ακουστικής άνεσης και της ενεργειακής απόδοσης.
Μία σύγχρονη ολοκληρωμένη πρόταση οικολογικής δόμησης στο επίπεδο του κτιρίου-κυττάρου του δομημένου χώρου θα έπρεπε να συνδυάζει τον άρτιο ενεργειακό-βιοκλιματικό σχεδιασμό του κτιρίου, τη χρήση καθαρών οικοδομικών υλικών και των ανάλογων τεχνολογιών δόμησης, την αρμονική σύζευξη του κτιρίου με το φυσικό του χώρο, κυρίως μέσω της σωστής φύτευσης και της επίδρασής της στην τροποποίηση του τοπικού μικροκλίματος και το σχεδιασμό φιλικών προς το περιβάλλον υποδομών (συστήματα φυσικού καθαρισμού λυμάτων, αξιοποίησης απορριμμάτων, ορθολογικής διαχείρισης υδάτινων πόρων κ.ά.)[6]. Εξάλλου, η απομάκρυνση των δημοτικών αρχών από τους τοπικούς φορείς και τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, δηλαδή από τους ίδιους τους πολίτες, τις μετέτρεψε σε ένα μεταμοντέρνο ψυχρό και χωρίς όραμα τεχνοκρατικό μηχανισμό. Καθώς οι επενδύσεις στο χτισμένο χώρο έχουν μεγάλη αξία και μακροχρόνιο ορίζοντα και δεν μπορούν να μετακινηθούν ή να μετατραπούν εύκολα, η νεωτερική ανάπτυξη αντιμετωπίζει κάθε φορά το δίλημμα της διατήρησης των προηγούμενων επενδύσεων στο χτισμένο περιβάλλον ή της καταστροφής τους, προκειμένου να δημιουργηθούν ευκαιρίες για νέα συσσώρευση[7].
Η αρχιτεκτονική, άλλωστε, εντάσσεται στις καλές τέχνες. Η λογική όμως της κομφορμιστικής ομοιομορφίας της "έδεσε τα χέρια" και τη μετέτρεψε σε έναν κατασκευαστικό αντιγραφέα. Ευκαιριακές χρηματοδοτήσεις κι επιδοτήσεις αλλαγής των υπαρχόντων κατοικιών ουσιαστικά αποτελούν σπατάλη πόρων καθώς δε στοχεύουν στη ρίζα, αλλά επιπόλαια κι επικοινωνιακά στο επιφανειακό στοιχείο. Βιώσιμες πόλεις σημαίνει ολιγάνθρωπες πόλεις. Για να επικρατήσουν όμως τα πράσινα κτίρια σ’ αυτή τη χώρα απαιτούν ένα πολύπλευρο κοινό που κατανοεί ότι η οικολογική άσκηση είναι περισσότερο από την απλή συνειδητοποίηση του ενεργειακού παράγοντα. Είναι μία σύλληψη design που συνδιαλέγεται με την ευρύτερη περιβαλλοντική εικόνα, από στρατηγικές τοπίου μέχρι υλικά που εξοικονομούν κόστος –και παρατείνουν τη ζωή– ενός κτιρίου σε βάθος χρόνου. Μόνο μέσα από μία τέτοια συλλογική προσέγγιση ο αειφόρος σχεδιασμός θα γίνει μέρος της κουλτούρας μας[8].
Η σύγχρονη αρχιτεκτονική στη χώρα μας δείχνει ότι μπορεί να αφομοιώνει εισαγόμενες φόρμες και νεωτερισμούς, διεθνείς προβληματισμούς και ιδέες. Συγχρόνως όμως παρουσιάζει αδυναμία στην κριτική επεξεργασία των επιλογών της, στο διάλογο ανάμεσα στο έργο και τα χαρακτηριστικά των κοινωνικών δομών που επιτρέπουν την υλοποίηση του. Οι αρχιτέκτονες μεμψιμοιρούν για την αδιαφορία της κοινωνίας προς αυτούς, αλλά το έργο τους δε συμμετέχει σ’ αυτή τη διαμαρτυρία. Προσδοκούν ότι η δημιουργία τους θα εμφανίσει τις βαθύτερες σκέψεις τους, αλλά το έργο τους συνεχίζει να μην ανταποκρίνεται. Οι αρχιτέκτονες δεν αντιδρούν και το έργο τους το αποδεικνύει. Η ελληνική αρχιτεκτονική είναι «παραθετική», αντανακλά χωρίς να εξετάζει, δε δομεί έναν συνεκτικό και διαρκή λόγο, αλλά αρκείται σε σύντομες αναφορές και σε σχολιασμούς. Οι αρχιτεκτονικές εκφράσεις τις περισσότερες φορές αποτελούν μορφολογικούς συνδυασμούς με λειτουργικές αιτιολογήσεις. Τείνουν να απαντήσουν άμεσα και ίσως βεβιασμένα στις συγκεκριμένες απαιτήσεις των πελατών, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν έντονα στοιχεία ασυνέχειας και να εκδηλώνονται συνήθως ως εφήμερες και περιστασιακές λύσεις. Στην Ελλάδα η αρχιτεκτονική δεν έχει βρει ακόμα τους παραγγελιοδότες εκείνους –εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων– που θα θελήσουν να τη χρησιμοποιήσουν ως εργαλείο σύνταξης και διατύπωσης των απόψεων τους και με τους οποίους ενδεχομένως δύναται να αναπτύξει έναν εποικοδομητικό, πολύπλοκο, έντονο και επίπονο διάλογο. Η σημερινή ελληνική κοινωνία ακόμα αναζητά από την αρχιτεκτονική να μεταφέρει στοιχεία από άλλες πραγματικότητες, τα οποία μετατρέπει σε πρότυπα μίμησης για εσωτερική κατανάλωση. Οι σύγχρονοι αρχιτέκτονες εμφανίζονται πιεσμένοι και γεμάτοι άγχος για την επιβίωση στο εύθραυστο κλίμα της ελληνικής κοινωνίας[9].
Τα μικρά τετράγωνα σπίτια που συναντάμε σε όλη την ύπαιθρο, αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα λαϊκής οικοδόμησης. Το παράθυρο, το μπαλκόνι και ο ημιυπαίθριος -που οι νόμοι αποδέχονται το κτίσιμό τους προκειμένου να θησαυρίζει το κράτος- αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Δε λύνουν μόνο χρηστικά και κατασκευαστικά προβλήματα, προσφέρουν ζωντάνια στο αρχιτεκτόνημα και συνεχίζουν μια μακραίωνη οικοδομική παράδοση. Με δεδομένη λοιπόν τη ζοφερή εικόνα που παρουσιάζουν μεγάλα τμήματα των σύγχρονων πόλεων σήμερα μια αρχιτεκτονική επανάσταση είναι περισσότερο από επιθυμητή, είναι αναγκαία[10]. Πολλές φορές τα κτίρια μοιάζουν με συμπαγή κουτιά, ή με γυαλιστερές ατράκτους, πραγματικά ή φαινομενικά χωρίς παράθυρα.
Η ανθρωποκεντρική αρχιτεκτονική διδάσκει ότι η όψη του κτιρίου μπορεί να είναι σαν ζωντανό ανθρώπινο πρόσωπο που συσπάται ή πάλλεται, εκφράζοντας τις διακυμάνσεις ενός εσώτερου κόσμου. Τα παράθυρα μπορούν και σήμερα να μην είναι απαθείς ή φοβικές «τρύπες», αλλά μάτια ζωντανά, με βλέμμα που αποκαλύπτει όλο το φάσμα των συναισθημάτων. Η γνωστική αξιοποίηση του κινητού μεταλλασόμενου σκούρου (πατζουριού, ρολού, συρόμενου, ανατρεπόμενου) σε μεγάλο βαθμό ορίζει τη διαφορά. Το σκούρο, όπως το βλέφαρο, μπορεί να είναι ορθάνοιχτο, ανοιχτό, κουφωτό, γερτό, θεόκλειστο. Κάνει τη ματιά του κτιρίου να είναι χαρούμενη, σοβαρή, σκεφτική, μυστηριώδης, ερωτική, λυπημένη.
Ειδικά σήμερα στην αποϊδεολογικοποιημένη πολιτική σκηνή που εμποτίστηκε με την ιδέα της ανάπτυξης ως αυτοσκοπού, βλέπουμε την αδιαφορία να κυριαρχεί σε κάθε σχεδόν επιχειρηματική δράση. Η τσιμεντοποίηση που ξεκίνησε με τη λογική της αντιπαροχής και ο κοινωνικός συντελεστής, που γέννησε μεγαθήρια σε νεόδμητες περιοχές, αποδεικνύουν τη λάθος πρακτική. Στη Ελλάδα, βέβαια, η μεταπολεμική δημοκρατία στηρίχθηκε σ' ένα μοντέλο αστικής ανάπτυξης του οποίου βασικά χαρακτηριστικά είναι η περιορισμένη κοινωνική στεγαστική πολιτική, η υποκατάσταση της από την αυθαίρετη δόμηση που εκ των υστέρων νομιμοποιούνταν μέσω πελατειακών σχέσεων, και την παράλληλη ανοικοδόμηση των κεντρικών περιοχών με μεγάλες πυκνότητες και περιορισμένους ελεύθερους χώρους, μέσω της «αντιπαροχής». Στο πλαίσιο αυτό η αστική γη και η πόλη ως σύνολο δεν καταχωρείται στην κοινωνική συνείδηση αλλά και στις δημόσιες πολιτικές ως κοινωνικό προϊόν με δυνατότητα κοινωνικού ελέγχου και παρέμβασης αλλά ως άθροισμα ιδιωτικών ιδιοκτησιών και συμφερόντων[11].
[1] βλ. ΚΕΔΚΕ, ό.π.
[2] Λ. Οικονόμου, Αστική μεγέθυνση και περιβάλλον στο δυτικό κόσμο, Περιβάλλον και κοινωνία,σελ. 184.
[5] Σε αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικός ο έλεγχος του ηλιασμού καθώς στοχεύει στον καθορισμό των σκιαζόμενων και ηλιαζόμενων περιοχών ανάλογα με την εποχή και την ώρα που χρησιμοποιείται ο χώρος και τις ιδιαίτερες απαιτήσεις των χρηστών. Παράλληλα, σημαντική για την εξασφάλιση της θερμικής άνεσης είναι η ρύθμιση της θερμοκρασίας και οι επεμβάσεις στην ανεμορροή για τη βελτίωση των συνθηκών άμεσης λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εποχές του χρόνου και τη σχετική υγρασία με τη χρήση βλάστησης και υδάτινων στοιχείων.
[6] Έλ. Γεωργιάδου, Οικολογική δόμηση, ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ, ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ, τευχ. 44, σελ. 70.
[7] Λ. Οικονόμου, ό.π., σελ. 172.
[8] St. Runciman, Εισαγωγή στο F.M. Tsigakou The Rediscovery of Greece-Travelers and Painters of the Romantic Era, Thames and Hudson, London, 1981.
[9] Β. Πετρίδου, Άγχος και νοσταλγία: συμπτώματα της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής, ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ, ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ, τευχ. 56, σελ. 66.
[10] Μ. Θεοδώρου, Είναι δυνατή μια αρχιτεκτονική επανάσταση σήμερα;, ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ, ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ, τευχ. 55 , σελ. 35.
[11] Γ. Πετράκη, ό.π.
0 έκριναν :
Δημοσίευση σχολίου