αναπτύσσοντας το μεταναστευτικό κίνημα ισότητας

Η απουσία ισότητας δεν ενυπάρχει μόνο στο εθνικό στοιχείο του κοινωνικού ιστού. Η ίδια η δημοκρατία διαφημίζει την αδικία της και την ανισότητα που επιβάλλει με κάθε τρόπο προς τους αλλοδαπούς μετανάστες. Χωρίς δικαιώματα νομιμοποίησης της ύπαρξής τους τούς μετατρέπει σε εργαλεία φτηνής παραγωγής εκθέτοντάς τους σε κινδύνους πρωτοφανείς, όταν μιλάμε για ανεπτυγμένες κοινωνίες. Και σήμερα βέβαια κάνουμε λόγο για τη sociodiversity, δηλαδή για μία πολλαπλότητα των κοινωνικών μορφών που συνυπάρχουν στα διαφορετικά έθνη, τους λαούς και τις εθνικές ομάδες, η οποία επιτρέπει την πολιτισμική επιβίωση.
Ας σημειώσουμε παρενθετικά ότι οι μεταναστευτικές ροές προς τη χώρα διαδραμάτισαν -και στο μέλλον, όπως διαφαίνεται, θα διαδραματίσουν- καθοριστικό παράγοντα για την αποφυγή της συνολικής πληθυσμιακής μείωσης. Έτσι, ενώ κατά την περίοδο 1998-2004 η φυσική αύξηση του πληθυσμού στην Ελλάδα ήταν αρνητική κατά 8.800 άτομα, η αύξηση του πληθυσμού της χώρας ανήλθε στα 232.300 άτομα κυρίως λόγω της μετανάστευσης[1]. Ενώ δηλαδή, η υπογεννητικότητα αποτελεί ένα δημογραφικό πρόβλημα, χάρει στους μετανάστες ο πληθυσμός αυξήθηκε κυρίως στις παραγωγικές ηλικίες. Άλλες εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι ο αριθμός των μεταναστών ανέρχεται σε περίπου 1.200.000[2] ανθρώπους 128 διαφορετικών εθνικοτήτων εκ των οποίων περίπου 650.000 είναι κάτοχοι αδειών παραμονής από χώρες εκτός ΕΕ και άλλες 200.000 αλλοδαποί που κατέχουν Ειδικά Δελτία Ομογενούς. Σε αυτούς όμως δε συμπεριλαμβάνονται ούτε οι πρόσφυγες στους οποίους παραχωρήθηκε άσυλο, ούτε κι εκείνοι που κατέθεσαν αίτημα χορήγησης ασύλου[3].
Η μετανάστευση συντέλεσε στην αύξηση του δυναμικού των μισθωτών στην Ελλάδα κατά 35 με 40%[4]. Αυτοί που έχουν ενταχθεί στην ελληνική αγορά εργασίας αποτελούν το 9,6% του συνολικού εργατικού δυναμικού και ανέρχονται στα 431.300 άτομα[5]. Σύμφωνα με άλλη έρευνα[6] το 2003 οι μετανάστες αποτελούσαν το 11% των εργαζομένων.  Και ενώ ο πληθυσμός τους αυξάνεται, φαίνεται πως τελικά η ανεργία δεν έχει κανένα σημείο αναφοράς με τη μετανάστευση, ακόμα και όταν η τελευταία ενισχύεται. Οι χώρες που δέχονται τα πιο υψηλά ποσοστά μεταναστών είναι οι χώρες όπου η ανεργία παραμένει συχνά στάσιμη ή μειώνεται[7].
Από την άλλη, στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι αριθμοί δείχνουν μία σημαντική αύξηση λόγω των πολεμικών συγκρούσεων, κυρίως στην υποσαχάρια Αφρική, λόγω και της απουσίας ποιότητας ζωής σε πολλά μέρη του πλανήτη. Από το 1950 μέχρι τα μισά του ’70 ο αριθμός των προσφύγων ήταν σταθερός και έφτανε περίπου τα 2,5 εκατομμύρια το χρόνο. Το 1992 άγγιξε τα 18 εκατομμύρια και σήμερα τα 12 εκατομμύρια. Και αυτοί οι αριθμοί είναι οι επίσημοι μόνο. Γιατί σε τούτους οφείλουμε να προσθέσουμε και τους εκτοπισμένους και τους εξόριστους που δεν αναγνωρίζονται για τυπικούς λόγους ως πρόσφυγες, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό σε 50 εκατομμύρια. Ωστόσο, αυτά τα εκατομμύρια σπάνια γίνονται αποδεκτά ως πρόσφυγες· εκείνοι τελικά κερδίζουν την πολυπόθητη χορήγηση ασύλου αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 1% του πληθυσμού και μόνο οκτώ ευρωπαϊκές χώρες συγκαταλέγονται στη λίστα των πρώτων 40 χωρών υποδοχής. Ο αριθμός των αιτήσεων με μικρές διακυμάνσεις ανέρχεται στις 400.000[8].
Οι μετανάστες είναι μια ειδική κατηγορία φτωχών, που αποτελούν οντολογική συνθήκη όχι για αντίσταση, αλλά για την ίδια την παραγωγική ζωή[9]. Μπροστά στη ρατσιστική λαίλαπα που είτε κοινωνικά είτε κοινοβουλευτικά κάνει την εμφάνισή της, είναι επιτακτική πια ανάγκη να φανεί ότι η βούληση για δημιουργία ενυπάρχει στην απόδραση του μετανάστη, στην επιθυμία του να αντιμετωπίσει ένα ξένο -κι ίσως εχθρικό- περιβάλλον. Και αυτό τον διαφοροποιεί από το αμάλγαμα όσων είναι υποχρεωμένοι να κινούνται διαρκώς αλλάζοντας ταυτότητες. Και τούτο διότι ο μετανάστης είναι ευέλικτος στην αγορά εργασίας, διατεθειμένος να μετακινηθεί σε πρόσφορους τόπους εργασίας καταναλώνοντας αγαθά κι ενισχύοντας την αγορά.
Σήμερα, ειδικά, που οι νέες τεχνολογίες επηρεάζουν καταλυτικά τη ζωή μας, οι μετανάστες δεν έχουν καμία ανάγκη ή επιθυμία για πολιτιστική ενσωμάτωση στη χώρα υποδοχής. Εξάλλου, η μοντέρνα προσπάθεια ομογενοποίησής τους αποδείχθηκε μία φενάκη, την ίδια στιγμή που τα πολυπολιτισμικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας είναι πια πασίδηλα και δεν αλλάζουν. Και οι νέες τεχνολογίες κατέστησαν το πρότυπο του melting pot, της συνύπαρξης φυλών σε μία περιοχή, ανεπαρκές[10]. Όσοι δεν μπορούν να ταξιδέψουν έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν σε χρόνο πραγματικό με τις οικογένειές τους[11] ή να ενημερώνονται δορυφορικά για την πατρίδα τους.
Αυτά ακριβώς καλείται να φανερώσει η Τοπική Αυτοδιοίκηση σε συνεργασία με τους μεταναστευτικούς συλλόγους. Γιατί οι μετανάστες και οι πρόσφυγες[12] αποτελούν πια κομμάτι της τοπικής κοινωνίας· τμήμα της όμως απομονωμένο. Το ζήτημα, λοιπόν, που τίθεται σε μία προοδευτική δημοτική αρχή είναι αν τολμά να συγκρουστεί με τις παγιωμένες προκαταλήψεις και αν επιθυμεί την ένταξή τους στο κέντρο της τοπικής κοινωνίας. Και τούτο διότι στο επίπεδο της τοπικής, κυρίως, κοινωνίας βιώνει ο αλλοδαπός την καθημερινότητά του, εργάζεται, συντηρεί την οικογένεια και ανατρέφει τα παιδιά του, δραστηριοποιείται και συνάπτει σχέσεις και δεσμούς με άτομα και συλλογικότητες. Στο επίπεδο αυτό διαμορφώνει κατά πρώτο λόγο τη σχέση του με την ελληνική κοινωνία και σε μεγάλο βαθμό εδώ κρίνεται η επιτυχία ή η αποτυχία της κοινωνικής του ένταξης[13].
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση που έχει πίστη στις ανθρωπιστικές αξίες της ισότητας και της δημοκρατίας, που έχει πίστη στην αριστερή παράδοση και το κίνημα, δεν μπορεί να είναι ουδέτερη. Η ουδετερότητα είναι το επιχείρημα -τάχα δημοκρατικό και ίσων αποστάσεων- της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που κραυγάζει για την αυτόματη κοινωνική αρμονία (sic) και το φαταλισμό μιας κοινωνίας όπου η αγορά ισορροπεί τα αντικρουόμενα συμφέροντα. Στη μεταμοντέρνα εκδοχή του κοσμοπολιτισμού το μεταναστευτικό κίνημα έχει όχι χαρακτηριστικά καταναλωτή, αλλά αμιγώς ταξικά. Έτσι, βέβαια, καλείται να ξεφύγει από τη δημοκρατική γλώσσα των δικαιωμάτων και την αυστηρή προσκόλληση στις νομικο-πολιτικές διαστάσεις της υποδοχής[14].
Οι ίδιοι οι δήμοι οφείλουν να διαμορφώσουν τις υπηρεσίες τους με τρόπο που να βοηθά τους ίδιους τους μετανάστες και να τους παρέχουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες. Οφείλουμε με λύπη και αγανάκτηση να σημειώσουμε ότι σε πολλές περιοχές με έντονο μεταναστευτικό στοιχείο όχι μόνο δεν υπάρχουν μεταφραστικά γραφεία στο αντίστοιχο τμήμα των δημοτικών υπηρεσιών, αλλά ούτε καν κάποιος υπάλληλος ή εξωτερικός συνεργάτης που να μπορεί να εξυπηρετήσει τους μετανάστες.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση όμως οφείλει όχι απλά να στηρίξει τους μετανάστες[15], αλλά και να τους παρέχει κάθε δυνατή προσφορά υγιούς εγκατάστασης με κινήσεις ενημέρωσης για τα νομικά δικαιώματά τους πρωτίστως, με στόχο να μην εξαπατώνται ούτε από επιτήδειους ομοεθνείς τους ούτε από τους υποδοχείς σωτήρες που θέλουν να τους "εξυπηρετήσουν". Έτσι, μειώνεται και η δημόσια διαφθορά και αποφεύγεται η ταλαιπωρία του μετανάστη αφού γνωρίζει τα μέσα εκείνα που χρειάζονται και τη γραφειοκρατία για τη νομιμοποίησή του και ίσως και για την απόκτηση ιθαγένειας.
Η πρόταση για τη λειτουργία Κέντρων Εξυπηρέτησης Αλλοδαπών σε δημοτικό ή διαδημοτικό επίπεδο -ανάλογα με τον αριθμό των αλλοδαπών σε μία περιοχή- αποτελεί ένα σημαντικό βήμα. Ένα Κέντρο που θα μπορεί να εξυπηρετεί άμεσα και εμπεριστατωμένα όλες τις υποθέσεις των ξένης υπηκοότητας εργαζομένων, χωρίς τη μεσολάβηση τρίτων[16]. Το Κέντρο αυτό θα μπορεί να κρατά στατιστικά στοιχεία, ειδικά όταν σε πολλούς δήμους δε γνωρίζουμε ούτε καν πόσοι οι μετανάστες. Έτσι, θα υπάρχει μία πραγματική εικόνα των αριθμού τους και θα είναι ευκολότερη η στρατηγική στο  σχεδιασμό προγραμμάτων είτε σε εθνικό είτε σε τοπικό επίπεδο.
Την ίδια όμως στιγμή είναι αναγκαίο τα κέντρα εξυπηρέτησης μεταναστών να στελεχωθούν με μόνιμο προσωπικό ώστε να εξασφαλίζεται η αρτιότητα της υπηρεσίας. Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι καθώς δεν αποτελούν μόνιμη λύση και επειδή συνήθως δεν επιλέγονται με αξιοκρατικά μέσα, ουσιαστικά περισσότερα προβλήματα δημιουργούν, παρά επιλύουν –πλην ελάχιστων εξαιρέσεων. Το προσωπικό θα έχει την απαραίτητη εμπειρία κι εξοικείωση, ενώ ουσιαστικά με τον καιρό θα εξειδικευτεί σε κατηγορίες υποθέσεων εξυπηρετώντας αποτελεσματικότερα και ταχύτερα τους αλλοδαπούς και θα αποκτά μόνιμο δίαυλο επικοινωνίας με τις κεντρικές νομαρχιακές, περιφερειακές κι εθνικές διοικήσεις και νομικές υπηρεσίες. Χρειάζεται όμως μία ποιοτική επάρκεια του προσωπικού που μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο μέσα από τη διαρκή εκπαίδευσή του. Η πρόσληψη αλλοδαπών ή ομογενών εργαζομένων θα μπορούσε να συντελέσει στην περαιτέρω βελτίωση της υπηρεσίας.
Στην ίδια λογική τα one-stop-shops μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά σε μία βασική τουλάχιστον πληροφόρηση. Μεταφρασμένες οδηγίες σε δεκάδες γλώσσες σε ηλεκτρονική περίπτερα μπορούν να ενημερώσουν σε βασικά ζητήματα τους μετανάστες στη μητρική τους γλώσσα. Ταυτόχρονα, όμως τους ωθούν στα Κέντρα Εξυπηρέτησης ή στις αρμόδιες δημοτικές υπηρεσίες και τους γνωστοποιούν τα διάφορα προγράμματα παρέμβασης και τις σχετικές δράσεις.
Παράλληλα, είναι αναγκαίος ο συντονισμός και η συνεργασία ανάμεσα σε γειτονικούς δήμους για τη συλλογή πληροφοριών και ανταλλαγή εμπειριών. Δυστυχώς, σπάνια βλέπουμε τις τοπικές αυτοδιοικητικές ενώσεις να ανταλλάσουν προβληματισμούς και εμπειρίες πάνω σε τέτοια θέματα. Αυτές καθώς αποτελούν συσπειρώσεις γειτονικών δημοτικών αρχών και μάλιστα στο πλαίσιο νομού, θα μπορούσαν να παρέχουν σημαντική πληροφόρηση και να βρουν κοινούς τρόπους αντιμετώπισης των όποιων γραφειοκρατικών ή άλλων προβλημάτων. Ωστόσο, ο μεταμοντέρνος ατομικισμός επιβάλλει την αδιαφορία για τις δράσεις του γείτονα Δημάρχου, εκτός από τις κομματικές επιταγές ή ενίοτε τις προσωπικές σχέσεις.
Ωστόσο, το αυτοδιοικητικό έργο δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στις γραφειοκρατικές διαδικασίες και την οργάνωση των υπηρεσιών. Κύριο μέλημα μιας προοδευτικής δημοτικής αρχής είναι η κοινωνική ενσωμάτωση των αλλοδαπών. Έχει αποδειχθεί ότι η φτώχεια και η γκετοποίηση -με όποιο τρόπο κι αν βιώνεται- είναι τα κύρια αίτια που θέτουν τους μετανάστες στην πρώτη θέση πιθανής εγκληματικότητας. Η κοινωνική ένταξη ουσιαστικά λειτουργεί προληπτικά για τις αντικοινωνικές δράσεις. Στις ελάχιστες έρευνες που καταγράφουν την άποψη των ίδιων των μεταναστών διαπιστώνεται, ειδικά στους πολυπληθείς δήμους μια ανησυχητική τάση αποξένωσής τους από την τοπική κοινωνία, επιφύλαξη και αναπαραγωγή φοβικών στερεοτύπων σε σχέση με τους Έλληνες[17].
Η δε κατάρτιση μικτών ομάδων προσφύγων-μεταναστών και Ελλήνων ανέργων μπορεί να αποτελέσει ένα γόνιμο έδαφος συνθετικών διαδικασιών μέσα από βιωματικές εμπειρίες. Προσφέρει την ευκαιρία για διάλογο ως προς τις αμοιβαίες προκαταλήψεις, τις αντιθέσεις ή τα κυρίαρχα στερεότυπα, προάγει την αλληλοκατανόηση και την αλληλεγγύη, την αμοιβαία υποστήριξη και τη συνεργασία. Τούτο, εξάλλου, φάνηκε σε ανάλογες προσπάθειες[18]. Μέσα στη λειτουργία μιας τέτοιας ομάδας ενισχύεται η συνεργατικότητα και η κοινή προσπάθεια αντιμετώπισης της γλωσσικής και πολιτισμικής διαφοράς, λύνονται προβλήματα αμοιβαίας καχυποψίας ή του όποιου εθνικιστικού ανταγωνισμού.
Η δημοτική αρχή με πίστη στις αξίες και τα οράματα του κινήματος στόχο έχει την προβολή της κοινής κοινωνικής μοίρας της τοπικής κοινότητας. Η διάχυση των αντιρατσιστικών και πολυπολιτισμικών πρακτικών και σχημάτων σκέψης και αντίληψης στον κοινωνικό ιστό αποτελεί προαπαιτούμενο για την πολιτισμική ένταξη των μεταναστών στην κοινωνία υποδοχής. Αυτό γίνεται επιτακτική ανάγκη στο πλαίσιο της ήδη διαμορφωμένης κατάστασης και των σημαντικών ελλείψεων που καταγράφονται[19]. Τα εργατικά, τα μικροαστικά και τα μεσαία στρώματα συνδέονται άμεσα μεταξύ τους, εφόσον όλα δέχονται τις νεοφιλελεύθερες επιδρομές στα δικαιώματά τους, εφόσον όλα -όλο και πιο φανερό- εχθρό έχουν το δημοκρατικό κράτος. Μόνες διαφορές αποτελούν το μεταμοντέρνο ιδεολόγημα της καταναλωτικής τους δύναμης -ως ένδειξη φτώχειας και πλούτου και κατά συνέπεια της κοινωνικής επίδειξης σε σημείο κανιβαλισμού- και η σοφιστεία της εθνικής ταυτότητας και της τοπικής πολιτιστικής καθαρότητας ή ομογενοποίησης της κοινωνίας. Έτσι, εξαιρετικά σημαντική εκτιμάται η προβολή από τις προοδευτικές τοπικές αρχές στα μέσα επικοινωνίας -ηλεκτρονικά και έντυπα- των προβλημάτων των μεταναστών και η διεκδικητική προώθησή τους προς την κεντρική διοίκηση, θέτοντάς την προ των ευθυνών της.
Η δημιουργία ενός δικτύου που θα παρέχει κοινωνική υποστήριξη σε μετανάστες πρόσφυγες κι ομογενείς και η παροχή συμβουλευτικής είναι οι εύκολες προτάσεις, που με τον ένα ή άλλο τρόπο υπάρχουν σε πολλούς δήμους. Το ζητούμενο είναι ξεφύγουν οι αρχές από την αποσπασματικότητα των δράσεων και να κινηθούν συντονισμένα μέσα από οργανωμένες δομές σε μόνιμη επαφή με φορείς και με διαρκείς παρεμβάσεις ένταξής τους στην τοπική κοινωνία. Οι δράσεις αυτές στοχεύοντας στην αποφυγή της γκετοποίησης και την κοινωνική υποδοχή προωθούν την εμπιστοσύνη μεταξύ των εθνικών πληθυσμών και διασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή και ειρήνη.
Επιπρόσθετα, είναι δυνατό να σχεδιαστούν και να υλοποιηθούν σε συνεργασία με τοπικούς και συλλόγους μεταναστών κύκλοι σεμιναρίων και συζητήσεων ανοιχτής τράπεζας και fora με θέμα την εξοικείωση με τα βασικά κοινωνικά, θεσμικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας και της τοπικής κοινότητας. Μέσα από τη συμμετοχή της στο σχεδιασμό και την υλοποίηση τέτοιων παρεμβάσεων η Τοπική Αυτοδιοίκηση θα ωφεληθεί ιδιαίτερα αποκτώντας τεχνογνωσία και διασυνδέσεις με τους φορείς που διαχειρίζονται το μεταναστευτικό φαινόμενο, διευρύνοντας παράλληλα το πεδίο της κοινωνικής παρέμβασής της.
Από την άλλη, η παρουσία τόσων αλλοδαπών μαθητών[20] υποχρεώνει κάθε δημοκρατική αυτοδιοικητική αρχή σε νέες σχεδιασμένες παρεμβάσεις στα σχολεία και στην εφαρμογή πολιτικών που θα διευκολύνουν την επιτυχή ένταξή τους στην τοπική κοινότητα. Στα δημόσια σχολεία παρατηρείται μία ανησυχητική τάση πρόωρης εγκατάλειψης της εκπαίδευσης που συχνά σχετίζεται όχι μόνο με την ταξική προέλευση, αλλά και με την ψυχολογία της οικογένειας για την αποδοχή της από την τοπική κοινωνία και με το σχετικό άγχος που συχνά εκφράζεται ως ενδοοικογενειακή βία ή αντικοινωνική συμπεριφορά. Η ίδια η γκετοποίηση, από την άλλη, βοηθά στη συγκρότηση παραβατικών ομάδων δράσεων μεταξύ ομοεθνών.
Έτσι,  είναι αναγκαία η δημιουργία δομών που θα στοχεύουν στην πρόληψη της αποτυχίας και της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου. Η ενισχυτική διδασκαλία σε συνδυασμό με την υποστήριξη της οικογένειας μέσα από δράσεις της σχολής γονέων και των τοπικών συλλόγων γονέων και κηδεμόνων μπορούν να συμβάλλουν καταλυτικά στην προστασία των μαθητών.
Και καθώς η μεταναστευτική προοπτική στην Ελλάδα μετατρέπει την εθνολογική σύνθεση των μαθητών σε πολυγλωσσική  απαιτείται στενή συνεργασία για την ίδρυση σχολείων διδασκαλίας στη μητρική τους γλώσσα. Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα τα δημόσια ή ιδιωτικά σχολεία που σε πρόσθετη ώρα διδάσκουν -κατ’ επιλογή ίσως- τη μητρική γλώσσα των μεταναστών είναι υπερβολικά λίγα. Έτσι όμως είναι ορατός ο κίνδυνος -ή στόχος της Πολιτείας (;)-  ομογενοποίησης και εξελληνισμού των μεταναστών δεύτερης γενιάς. Και τούτο, ειδικά από μία χώρα εξαγωγής μεταναστών που έχαιραν του δικαιώματος αυτού στις χώρες υποδοχής τους.
Πέρα από πιθανές εξάρσεις εθνικιστικών παραληρημάτων, η ενίσχυση της εθνικής τους παιδείας κρίνεται αναγκαία και σύμφυτη με το πνεύμα της ισότητας και του ανθρωπισμού. Τα σχολεία αυτά δεν είναι αναγκαίο σε πρώτη φάση να παρέχουν βεβαιώσεις σπουδών, αφού σημαντικότερη κρίνεται η διατήρηση της πολιτιστικής παράδοσης των μεταναστών. Και μόνο η λειτουργία τους είναι αρκετή.
Η ενσωμάτωση των αλλοδαπών στη δημοτική πολιτική δεν έχει επιτευχθεί ακόμη. Η συνταγματικά θεμελιωμένη διάκριση ανάμεσα στους έχοντες το δικαίωμα ψήφου πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους υπόλοιπους αλλοδαπούς επιβαρύνει το πρόβλημα και εμποδίζει μια συνολική στρατηγική. Επιπλέον, το εκλογικό δικαίωμα των Ευρωπαίων γίνεται δεκτό με επιφύλαξη[21]. Είναι πια ώριμες να παραχωρηθεί δικαίωμα τοπικής ψήφου σε κάθε μετανάστη που διατηρεί μόνιμη κατοικία για χρόνια (τα τρία χρόνια κρίνονται  ως ένα επαρκές χρονικό όριο) σε κάποιο δήμο. Μετά από χρόνια παρουσίας στην κοινωνική και οικονομική ζωή μιας περιοχής η εκλογική συμμετοχή για τη μοίρα του τόπου είναι αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα κάθε ανήλικα -μετανάστη ή Έλληνα. Ας σημειώσουμε, εξάλλου, ότι η ψευδής διάκριση με βάση την ιθαγένεια είναι ανάλογη των ετεροδημοτών και των κατοίκων-ψηφοφόρων μιας κοινότητας. Πώς μπορεί να ψηφίζει ένα Έλληνας-εσωτερικός μετανάστης σε αστικό κέντρο και δεν επιτρέπεται σε έναν αλλοδαπό μετανάστη-πραγματικό κάτοικο του δήμου;
Η καθιέρωση, από την άλλη, ενός πενταλέπτου του μετανάστη στις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου -ακόμα και αν αυτό δεν προβλέπεται θεσμικά (κάτι για το οποίο μία κινηματική αρχή μπορεί να κάλλιστα να αδιαφορήσει)- βοηθάει στην αναγνώριση των δικαιωμάτων των μεταναστών και στην κατεύθυνση της ισότιμης αντιμετώπισής τους από τη δημοτική αρχή.
Η στήριξη της εθνικής κουλτούρας δεν είναι βέβαια μόνο θέμα γλωσσικό· η δημοτική αρχή μπορεί να τη στηρίξει με πληθώρα εκδηλώσεων που θα απευθύνονται όχι μόνο σε μετανάστες, αλλά και στον εθνικό πληθυσμό. Εκδηλώσεις τέτοιες μπορούν να είναι διάφορες ενημερωτικές ημερίδες, εκθέσεις εικαστικών, χορευτικές παραστάσεις με εθνικούς χορούς και ανάλογες συναυλίες, θεατρικά δρώμενα στη μητρική τους γλώσσα ή σε μετάφραση. Σε συνεργασία με τοπικούς φορείς και κινήσεις μεταναστών είναι δυνατόν να φέρουν στην επιφάνεια τόσο τα προβλήματα αυτών όσο και τα οφέλη για την εθνική πλειοψηφική κοινότητα. Οφέλη που δεν περιορίζονται μόνο στο οικονομικό πεδίο (με την επιθυμία για δημιουργία και την αναζήτηση εξόδου από την ανέχεια προς τον καταναλωτισμό που διακρίνει τους μετανάστες) αλλά που εκδηλώνονται και σε ζητήματα πολιτισμού.
Και για τις Κασσάνδρες που διατείνονται ότι η εμμιγκρέδικη ενσωμάτωση θα αλλοιώσει τον πολιτισμό μας, ας αναφωνήσουμε ότι καμία πολιτιστική παράδοση δεν απειλείται αν είναι ζωντανή· αλλάζει και αλληλεπιδρά, εμπλουτίζεται με νέες ιδέες -ριζοσπαστικές συχνά για τα κοινωνικά στεγανά- και διανθίζεται με πλούτο συναισθημάτων και νέων στόχων. Το ζητούμενο, εξάλλου, για μία μειονότητα ή ομάδα που ζει στο περιθώριο του κοινωνικού βίου είναι η ενίσχυση των δυνατοτήτων κοινωνικο-οικονομικής ένταξής της, αλλά ταυτόχρονα και η διατήρηση και η ανάπτυξη της πολιτισμικής ιδιαιτερότητάς της. Με τον τρόπο όμως αυτό δημιουργείται και ένας αγωγός επαφής μεταξύ του γηγενούς και του αλλοδαπού πληθυσμού. Καθώς δε λαμβάνεται μέριμνα διαπολιτισμικής αγωγής για τον κύριο όγκο των Ελλήνων μαθητών[22] οι δράσεις αυτές θα λειτουργήσουν παιδαγωγικά και για μαθητές και για ενήλικες.
Σε γενικότερο όμως πλαίσιο οι αριστερές δημοτικές αρχές δεν πρέπει να ξεχνούν ότι βασικός τους στόχος είναι η ίδια η νομιμοποίηση των μεταναστών και η απόκτηση ιθαγένειας ή υπηκοότητας ώστε πλέον να μην είναι αναγκαίος ο διαχωρισμός τους από τον υπόλοιπο πληθυσμό που εν τέλει λειτουργεί και ενάντια στους ίδιους τους δημοκρατικούς θεσμούς και προκαλεί από μόνος του μία ρατσιστική αντιμετώπιση. Οι ίδιοι οι μετανάστες, άλλωστε, συχνά βλέπουν την Ελλάδα όχι ως δεύτερη πατρίδα, αλλά ως πρώτη[23].
Καμία δημοκρατική αυτοδιοικητική αρχή δεν μπορεί να δέχεται τη δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης παράνομων μεταναστών, "χώρους υποδοχής" που θυμίζουν φυλακές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ουσιαστικά, όμως, δεν πρόκειται ούτε για καταυλισμούς προσφύγων, ούτε καν για στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά για χώρους υποχρεωτικής συγκέντρωσης, φυλάκισης όσων θέλουν άσυλο ή μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη με τελικό στόχο να μεταπειστούν και να αναχωρήσουν μόνοι τους. Και βέβαια πρόκειται για μία γενικότερη πρακτική αντιμετώπισης των προσφύγων που απλώνεται από την Ένωση και προς τους γείτονές της[24].
Τη στιγμή που ανοίγουν τα σύνορα για τους Ευρωπαίους πολίτες προς όφελος των πολυεθνικών, κλείνουν[25] σε πρόσφυγες και μετανάστες στο όνομα της ακροδεξιάς ξενοφοβίας, αν και ουσιαστικά πρόκειται για ξενοφοβικές αποφάσεις από μόνες τους. Η ανάπτυξη όμως αυτή της ξενοφοβίας στην Ευρώπη συχνά συνδέεται ή ανάγεται απλοποιητικά στις εκλογικές επιτυχίες των κομμάτων της Άκρας Δεξιάς. Η αιτία της ενεργοποίησης της ξενοφοβίας, η οποία μπορεί να βρίσκεται σε λανθάνουσα μορφή σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία, δεν μπορεί να αναδειχθεί και να επιβληθεί στην πολιτική σκηνή παρά μόνο αν οι διοικούσες ελίτ χαρακτηρίσουν τους ξένους ως πρόβλημα, απειλή ή κίνδυνο για το δημόσιο βίο[26].
Η μεταναστευτική πολιτική δεν χαράσσεται ούτε με ευχολόγια ούτε με προχειρότητες. Υπουργικοί σχεδιασμοί μακριά από τις τοπικές κοινωνίες και τους μεταναστευτικούς κύκλους είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Ταυτόχρονα, η αύξηση των απορριπτικών διαθέσεων των μεταναστών στην καταγεγραμμένη προβληματικότητα της αντιμετώπισής από την πλευρά της κεντρικής διοίκησης, καθιστούν αναγκαία τη δραστηριοποίηση σε πολλαπλά επίπεδα της κοινωνικής οργάνωσης[27]. Είναι αναγκαίος ένας εκτενής διάλογος με τις δημοτικές αρχές που γνωρίζουν ήδη το πρόβλημα και το βιώνουν, το αντιμετωπίζουν καθημερινά. Οι αφορισμοί και οι ιδεοληψίες, όπως δε συνάδουν με τις αρχές του διαλόγου, έτσι δεν μπορούν να οδηγήσουν και στην αναζήτηση γόνιμων λύσεων. Η αξιολόγηση της μεταναστευτικής πολιτικής στην Ελλάδα τα τελευταία δεκαεφτά χρόνια οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στερείται εργασιακής και κοινωνικής νομιμοποίησης[28].
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση σε συνεργασία με πρωτοβουλίες πολιτών πρέπει να στοχεύσει στην άρση του αποκλεισμού των μεταναστών από την κοινωνική και πολιτική ζωή, προβάλλοντας το αυτονόητο δικαίωμα της ισότητας και της ισότιμης συμπεριφοράς. Και, βέβαια, μία αυτοδιοικητική διοίκηση, σαν αυτή που προτείνουμε, δεν μπορεί να επαναπαύεται στην απουσία τέτοιων πρωτοβουλιών· αλλά είναι ιδεολογικά υποχρεωμένη να στρέψει μέρος των πολιτών στην πρακτική αυτή αφήνοντας το δικαίωμα της αυτοοργάνωσης και της πρωτοβουλίας των κινήσεων στη νεοσυγκροτηθείσα συσπείρωση πολιτών. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να δεχτούμε τη διαιώνιση της προσωρινότητας τέτοιων αυτοδιοικητικών πρωτοβουλιών· παράλληλα με την υλοποίησή τους επιβάλλεται η άσκηση πίεσης στην κεντρική διοίκηση για τη θεσμοποίηση αυτών των πρωτοβουλιών και τη μεταφορά τους στην κρατική ευθύνη. Εξάλλου, η κινηματική αυτοδιοίκηση δεν είναι ανταγωνιστική προς το κράτος ούτε επιθυμεί τον περιορισμό του.



[1] Σ. Ρομπόλης, Η μετανάστευση από και προς την Ελλάδα, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 56.
[2] Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, το περίπου 57% είναι αλβανικής καταγωγής, το 30% άγαμοι και απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης.
[3] βλ. Γρ. Τσιούκας, Αναδιοργάνωση και αναβάθμιση των υπηρεσιών των δήμων για τους αλλοδαπούς, Τοπική Αυτοδιοίκηση και μετανάστες, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2007, σελ. 42 κ.ε.
[4] Γκ. Καπλάνι, Η δημιουργία κοινών χώρων διάδρασης, επικοινωνίας και αλληλογνωριμίας ανάμεσα στον γηγενή πληθυσμό και στους μετανάστες στην τοπική κοινωνία, Τοπική Αυτοδιοίκηση και μετανάστες, ό.π., σελ. 62.
[5] Σχετικά με τον πληθυσμό των μεταναστών προς την Ελλάδα βλ. Σ. Ρομπόλης, ό.π. και Χρ. Μπάγκαβος, Δ. Παπαδόπουλος, Μεταναστευτικές τάσεις και ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική, ΙΝΕ/ΓΣΣΕ-ΑΔΕΔΥ, Αθήνα 2003.
[6] πηγή: ΙΚΑ, Δεκέμβριος 2003.
[7] Σ. Ρομπόλης, ό.π., σελ. 11.
[8] J. Valluy, Ευρώπη των στρατοπέδων: μια αυτοκρατορία απόρριψης που μετασχηματίζει τις περιφέρειές της, Ευρώπη Ποια Ευρώπη;, ό.π., σελ. 171.
[9] Ε. Καμπούρη, Φιλοξενία και πρακτικές υποδοχής του ξένου.

[10] K. H. Karim, Διασπορά και υπηκοότητα.

[11] Μέσω του διαδικτύου με χρήση ή όχι web κάμερας και μέσω βιντεόφωνου.
[12] Και φυσικά οι πρόσφυγες δεν είναι σε κοινή μοίρα ούτε με τους μετανάστες, ούτε βέβαια με τους παλιννοστούντες. Η διαφορά έγκειται, κυρίως, στον τρόπο άφιξης, αφού για τους μετανάστες αποτελεί συνειδητή επιλογή για έξοδο από την ανέχεια, εγώ για τους πρόσφυγες ζήτημα ζωής και θανάτου. Βεβαίως, οι πρόσφυγες ταυτίζονται με λαθρομετανάστες -μία ακόμη συνειδητή τηλεοπτική διαπόμπευση και δυσφήμισή τους. Ωστόσο, συχνά οι καταστάσεις που αντιμετωπίζουν στη χώρα υποδοχής είναι όμοιες.
[13] Γρ. Τσιούκας, ό.π., σελ. 25.
[14] βλ. Ε. Καμπούρη, ό.π.
[15] Αξίζει να τονίσουμε ότι πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες είναι κοινά με αυτά των παλιννοστούντων. Κυρίως προέρχονται από την ελλιπή γνώση της γλώσσας και της γραφειοκρατικής δομής του ελληνικού κράτους, το οποίο φοβούνται και τρέμουν.
[16] Σχετικά με τη λειτουργία των Κέντρων εξυπηρέτηση Αλλοδαπών και λεπτομερείς προτάσεις διοικητικής και νομικής φύσης βλ. Γρ. Τσιούκα, ό.π., σελ. 44 κ.ε.
[17] Γκ. Καπλάνι, ό.π. σελ. 68.
[18] βλ. υλοποίηση δράσης "Κατάρτιση Συμβούλων Επαγγελματικού Προσανατολισμού και Απασχόλησης Αιτούντων Άσυλο-ΑΚΤΙΝΕΡΓΙΑ (Μ. Walsh, Μεθοδολογικός Οδηγός για Προγράμματα Κατάρτισης που απευθύνονται σε μικτή ομάδα καταρτιζόμενων, ΕΕΤΑΑ, Αθήνα 2007, σελ. 15 κ.ε.)
[19] Π. Γετίμης, Μ. Θεοδωρουλάκης, Λ. Κρέτσος, Έρευνα-Μελέτη για την εκπόνηση του Επιχειρησιακού Προγράμματος "Για τους μετανάστες στην Ελλάδα", Ινστιτούτο Αστικού Περιβάλλοντος και Ανθρώπινου Δυναμικού, Πάντειου Πανεπιστημίου, Αθήνα, 2002.
[20] Η παρουσία  των παιδιών των μεταναστών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση φθάνει το 11% και σε ορισμένες περιοχές ξεπερνά το 25% (βλ. Γκ. Καπλάνι, ό.π. σελ. 78).
[21] Heiko Faber, Οι εξελικτικές τάσεις των συστημάτων διακυβέρνησης των ΟΤΑ, Προοπτικές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ό.π., σελ. 39.
[22] Ηρ. Μοσκώφ, Πρόγραμμα ευαισθητοποίησης μαθητών σε ζητήματα καταπολέμησης ξενοφοβίας, ρατσισμού και μισαλλοδοξίας, Τοπική Αυτοδιοίκηση και μετανάστες, ό.π., σελ. 88.
[23] Το 53,4% των μεταναστών που κατοικούν στην Αττική επιθυμεί να παραμείνει μόνιμα στη χώρα  υποδοχής, τη στιγμή που το 85,4% ήδη διαμένουν με τις οικογένειές τους, ενώ το 17,6 % δε γνωρίζει αν θα επιστρέψει ποτέ στη χώρα προέλευσης (Γκ. Καπλάνι, ό.π. σελ. 65).
[24] βλ. στρατόπεδα σε Μαρόκο, Αλγερία, Λιβύη, Τυνησία που στο πλαίσιο διπλωματικών πιέσεων διατηρούν τέτοιους χώρους με άθλιες συνθήκες διαβίωσης κρατώντας εκεί τους πρόσφυγες και παράνομους μετανάστες ως αντάλλαγμα χρηματοδοτήσεων (συνήθως για αστυνομικά μέτρα στο όνομα της λαθρομετανάστευσης που τελικά χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο των μαζών).
[25] βλ. χιλιάδες απορρίψεις χορήγησης ασύλου ή τις απαράδεκτες καθυστερήσεις στη χορήγηση προσωρινών αδειών παραμονής και την ανανέωσή τους.
[26] J. Valluy, ό.π., σελ. 173 κ.ε.
[27] Π. Γετίμης, Μ. Θεοδωρουλάκης, Λ. Κρέτσος, ό.π.
[28] Σ. Ρομπόλης, ό.π., σελ. 100.

ShareThis