Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο συμμετοχικός εθελοντισμός από την αρχή αποτέλεσε μία απάντηση στο πιεστικό κίνημα. Η απάντηση αυτή εκφράστηκε μέσα από τη δημιουργία αποσπασματικών ομάδων δράσης, μορφωμάτων αποϊδεολογικοποιημένων που η δημοκρατία προσπάθησε να ελέγξει και να τα θέσει δίπλα της στο Κοινοβούλιο, αφού δεν την απείλησαν, ενισχύοντας την ίδια την κρατική εξουσία που στηλίτευε. Οι οργανώσεις όμως ουσιαστικά γίνονται συμβουλευτικά όργανα, των οποίων η δράση σπάνια αναγνωρίζεται και τούτο ύστερα από χρόνια δυναμικών δράσεων -που όρισαν και την έννοια του ακτιβισμού τελικά- παράλληλα με το κίνημα. Έτσι όμως οι διακηρύξεις της για κεντρική θέση του πολίτη ως πεμπτουσία της δημοκρατίας[1] καθίστανται απλές ρητορείες. Οι θεσμοί όταν δε δέχονται αμφισβήτηση, όταν δε μετασχηματίζονται με βάση τις κοινωνικές ανάγκες, αλλά μόνο για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών δημοκρατικών συμφερόντων, τότε παύουν να υπάρχουν ή καταντούν τροχοπέδη.
Η κινηματική όμως δημοκρατία μπορεί να αμφισβητήσει, τολμά να οραματιστεί και να προτείνει λύσεις και ιδέες. Αντίθετα, με τη συμμετοχική αντίληψη για τη δημοκρατία που επιθυμεί έναν κρατικό οργανισμό διεκπεραίωσης υποθέσεων, η κινηματική δημοκρατία τολμά να συγκρούεται με το κράτος και να λειτουργεί πέρα από τις διατάξεις του, να οργανώνει παρεμβάσεις με στόχους άμεσους, καλλιεργώντας την ιδέα της ανατροπής αντικοινωνικών δημοκρατικών θεσμών. Παρεμβάσεις πολιτών που στηρίζονται στην κοινή αγωνία για το παρόν με βλέψεις στη βελτίωση του μέλλοντος. Μία δημοκρατική αληθινά -αυτοδιοικητική ή κρατική- αρχή δεν μπορεί παρά να αγκαλιάσει τέτοιες παρεμβάσεις. Όχι μόνο δεν πρέπει να αδιαφορεί ή να συγκρούεται μαζί τους, αλλά οφείλει να υπακούσει στα αιτήματά τους γινόμενη η ίδια μέρος -όχι επικεφαλής- αυτής της πρωτοβουλίας.
Εξάλλου, η κινηματική δημοκρατία όχι μόνο έρχεται σε αντίθεση με τη δημοκρατική ψηφοθηρική λογική, που εν τέλει χαρίζει δικτατορικές προσωποκεντρικές εξουσίες στις αρχές, αλλά φτάνει σε πλήρη σύγκρουση με τα πρόσωπα, τους θεσμούς και τις επιλογές τους. Προτείνει νέα δικαιώματα, αναδιαμορφώνει τη δομή του κόσμου γύρω μας και, συνεπώς, την ικανότητά μας να τον μεταμορφώσουμε. Και είναι πια ανάγκη να αναζητήσουμε και να καταγράψουμε νέα δικαιώματα. Εκστρατεία για νέα δικαιώματα σημαίνει δημιουργία νέων δικαιωμάτων και με αυτή την έννοια αυτό το εκκολαπτόμενο λεξιλόγιο δεν μπορεί παρά να είναι επαναστατικό[2].
Και η κινηματική δημοκρατία έχει ανάγκη τον άμεσο έλεγχο και την απόφαση του πολίτη. Δεν αποσκοπεί στην ελπίδα ως αυτοσκοπό· καλλιεργεί το όραμα ως προοπτική επιτευκτέα ν’ αποκλειστεί το μέλλον, που δεν είναι παρά μία κατασκευή της ελπίδας μας, και να περιοριστεί το "παρόν" στην αγωνία της παρούσας στιγμής που διαλύεται στο παρελθόν[3]. Και όραμα είναι, όπως σημειώνει και ο Πλωτίνος, να ατενίζει κανείς ένα κόσμο που δε δημιουργήθηκε ακόμα.
Και όπως ήδη σημειώσαμε η συμμετοχική δημοκρατία λειτουργεί ως ένας ακόμα φορέας υιοθέτησης του δημοκρατικού συστήματος· δίνει την ψευδαίσθηση στο άτομο πως αναπτύσσει πολιτική και κοινωνική δράση, η οποία τελικά θα συμπληρώσει το κράτος στις αδυναμίες του. Ωστόσο, η λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών και των ΜΚΟ από μόνη της ουδόλως βοηθά στην κατεύθυνση αυτή. Και τούτο επειδή -όπως έχει αποδείξει η παγκόσμια εμπειρία- γίνονται γραφειοκρατικά γρανάζια του πολιτικού μηχανισμού της δημοκρατίας. Όπως τονίζει και ο Camilleri, ούτε κάποιες από τις μεγαλύτερες ΜΚΟ μπορούν να θεωρηθούν υποδειγματικές, κρίνοντας από τις επουσιώδεις αντιπαλότητές τους, την προτεραιότητα που δίνουν συχνά στην προστασία του δικού τους χωραφιού, καθώς και τη συχνή αδυναμία διαβούλευσης με τα ίδια τους τα μέλη, πόσο μάλλον τον κόσμο, που οι ανάγκες του είναι προφανώς το πρωταρχικό τους μέλημα[4]. Οργανώσεις που ιδρύονται από τα πάνω και δεν αποτελούν δημιούργημα του λαού, όχι μόνο δεν καλλιεργούν τη συμμετοχική ιδέα, αλλά εναποθέτουν την επίλυση των ατομικών προβλημάτων σε αλλότριους φορείς -με την ευρεία έννοια του όρου- και εντείνουν την απάθεια του πολίτη. Στο ίδιο πνεύμα ενισχύουν τις φιλοδοξίες για κοινωνική ανάδειξη και προσωπική προβολή των λίγων εκείνων ατόμων που εντάσσονται στους ελιτίστικους συμμετοχικούς αυτούς φορείς. Από την άλλη, το επιχείρημα της κοινωνίας πολιτών είναι περισσότερο διορθωτικό στις ιδεολογικές περιγραφές της καλής ζωής -εν μέρει άρνηση, εν μέρει ενσωμάτωση- παρά ένα που στέκεται δίπλα τους. Αμφισβητεί τη μοναδικότητά τους, δεν έχει όμως δική του μοναδικότητα[5].
Η ίδια η συμμετοχική δημοκρατία όμως όπως παραδέχεται και ο Διαμαντόπουλος[6], δεν μπορεί να απαντήσει σε βασικά ερωτήματα όπως η οργάνωση της οικονομίας και η σύνδεσή της με τον κρατικό μηχανισμό. Αδυνατεί να απαντήσει, όχι επειδή δεν έχει το κατάλληλο ιδεολογικό οπλοστάσιο, αλλά γιατί εκ φύσεως η συμμετοχή δεν ορίζεται από το κίνημα, αλλά από την ελιτίστικη επιθυμία· λειτουργεί ως ένας άλλου τύπου κομματικός μηχανισμός -πιο ελεύθερος κι ευκίνητος και με πλατύτερη βάση κι έκφραση- και ως ένας ιδιωτικός φορέας -πιο στενός οικονομικά και πιο περιορισμένος στις αποφάσεις του- προσπαθεί να το χειραγωγήσει.
Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, ότι η συμμετοχή ήταν μία κινηματική ενέργεια που τόσο πολύ όμως εντάχθηκε στο σύστημα, ώστε διαθέτει και κόμματα. Η δημοκρατία, δηλαδή, μέσα από το ψευτοδίλημμα της συμμετοχικής δημοκρατίας ουσιαστικά χειραγώγησε την αρχική κινηματική έκφραση και την μετέτρεψε σε ψηφοθηρικό εργαλείο της γραφειοκρατίας των κομμάτων.
Η κινηματική δημοκρατία, αντίθετα, απαιτεί την άμεση αναγνώριση όλων των σχηματισμών που δημιουργεί η ίδια η βάση. Στηριζόμενη στις αρχές της ισότητας και της αυτοοργάνωσης μπορεί μόνο να αποδέχεται τις λαϊκές αντιδράσεις και να τις στηρίζει ηθικά και υλικά. Χωρίς παρέμβαση του κράτους, αλλά με την οικογενειακή θαλπωρή που οφείλει κάθε τοπική κοινωνία να περιβάλλει τέτοιους σχηματισμούς, δίνεται η δυνατότητα μέσα από την εμφάνιση κινηματικών πρωτοβουλιών να αναδειχθούν σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Η κινηματική δημοκρατία, εξάλλου, σε τοπικό επίπεδο δεν έχει στόχο την ανάδειξη προσώπων, αλλά των κοινών οραμάτων για τον τόπο. Φέρνει την άμεση και μετακλητή δημοκρατία στο προσκήνιο μέσα από τη δομή των μηχανισμών διεκδίκησης που κάθε φορά θα επιλέξει. Δεν είναι ΜΚΟ που βελτιώνουν το σύστημα και τη δημοκρατία μέσα από οργανωμένες παρεμβάσεις που καλλιεργούν την ελπίδα, αλλά ακολουθεί μία λογική σύγκρουσης προτείνοντας λύσεις αποδεκτές από τη λαϊκή βάση.
Οφείλουμε όμως κάπου εδώ να θέσουμε και τις πιθανές αντιρρήσεις απέναντι στην πρόταση για την κινηματική δημοκρατία. Έτσι, η αριστερά θεωρείται βέβαιο ότι θα κρίνει και αυτήν ως ένα ακόμα απατηλό συμπλήρωμα της δημοκρατίας. Η λενινιστική αριστερά δεν αποδέχεται ένα κίνημα έξω από το κομμουνιστικό όραμα ή κινήσεις που αδυνατεί να ελέγξει αυτή. Εξάλλου, η δική της προσκόλληση στους θεσμούς είναι που έδωσε το άλλοθι της συμμετοχικής δημοκρατίας. Το κίνημα όμως ούτε μπορεί να κοιτά τους θεσμούς ούτε μπορεί να περιμένει την καθοδήγηση των κομμάτων νέου τύπου. Έχει αποδείξει ότι ώριμα στέκεται μακριά από τις ηγετικές παρορμήσεις των κομμάτων κι πως αυτές ουσιαστικά είναι που το έφεραν στη σημερινή του μορφή και υποτονική διάθεση. Λειτουργεί αυθόρμητα πάνω στα χνάρια των μεταμοντέρνων πολιτικών επιλογών που οδηγούν την κοινωνική ζωή σε απορρύθμιση. Η ίδια η κίνηση των πολιτών όμως παρέχει όχι μόνο τις αντιρρήσεις, αλλά και τις πολιτικές λύσεις.
Και, ας τονίσουμε ότι οι πρωτοβουλίες και οι συσπειρώσεις των πολιτών -παρά το ότι φαίνονται αποϊδεολογικοποιημένες- ποτέ δε στέκουν στο απολίτικο βάθρο που τις εντάσσουν κέντρα δογματικά, κέντρα που αισθάνονται ότι απειλούνται από την κινηματική πρωτοκαθεδρία, αρχές που δέχονται επιθετική κριτική ενάντια στις επιλογές τους. Και τούτα διότι η δημοκρατική κοινωνική λύση προϋποθέτει δύο πράγματα: θεμελίωση προτάσεων πολιτικών στο περιεχόμενο των νέων παραγωγικών δυνάμεων και σαφή ρήξη με τα μεταμοντέρνα ατομοκεντρικά ιδεολογήματα περί ελευθερίας και ισότητας[7]. Και η δράση του κινήματος μέσα από τις πρωτοβουλίες των πολιτών και των τοπικών αρχών παρέχουν αυτές τις δυνάμεις, αρκεί να του δείξουμε εμπιστοσύνη.
Εξάλλου, κάθε συσπείρωση που έμμεσα ή άμεσα συγκρούεται με τη νεοφιλελεύθερη λογική της κοινωνικής αποδόμησης προς όφελος των οικονομικών δημοκρατικών συμφερόντων, εμπεριέχει ένα όραμα. Οραματίζεται -στην ειδικότερη εκδοχή της κίνησης των πολιτών και τον άμεσο στόχο της- μία δικαιότερη και ανθρώπινη κοινωνία. Για τη σύγχρονη όμως κεντροαριστερή άποψη αυτό είναι και το τελικό ζητούμενο. Έτσι, το παρόν βελτιώνεται τη στιγμή που η ίδια η δημοκρατία καταντά ουσιαστικά αντιπαραγωγική και αντικοινωνική.
Αξίζει, όμως, να αφιερώσουμε και λίγη έκταση για οράματα του -τάχα- παγκόσμιου ηλεκτρονικού κινήματος που διαμορφώνεται τις μέρες που μιλάμε. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ευελπιστούν σε μία ηλεκτρονική κοινότητα, σε μία e-κοινωνία των πολιτών[8] με αφορμή δημόσιες συζητήσεις τον πολιτικό διάλογο στα fora, στα ιστολόγια και τη νέα μόδα κοινωνικής δικτύωσης του facebook.
Την απάντηση δίνει η Κυριακοπούλου[9] σημειώνοντας ότι η δημόσια σφαίρα εξ ορισμού απαιτεί συμπαρουσία και ζωντανό διάλογο· ο κατακερματισμός των ψηφιακών ταυτοτήτων εμποδίζει την εμπέδωση ενός οικουμενικού δημόσιου συμφέροντος, αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη Κοινωνίας Πολιτών. Όπως αναφέρει ο Holmes, αντίθετα προς τη δημοκρατική αγορά, στο διαδίκτυο δεν μπορεί να υπάρξει συλλογική διαδικασία λήψης αποφάσεων, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί συναίνεση που να αντιπροσωπεύει τη θέληση της πλειοψηφίας. Το διαδίκτυο επιτρέπει την καθιέρωση της γενικής θέλησης.
Έτσι, νέα διλήμματα και νέες προκλήσεις εμφανίζονται σε ένα κόσμο μακρινό από την καθημερινή ζωή, σε ένα κόσμο εικονικό. Το διαδικτυακό κίνημα συναντά ανυπέρβλητες δομικές δυσκολίες· συναντά ως εμπόδια τα ίδια τα ζητήματα που κλήθηκε να απαντήσει, που κλήθηκε να ξεπεράσει: την απόσταση και το χρόνο. Η μεταμοντέρνα αυτή αντίληψη ουσιαστικά χωλαίνει στην απουσία ενότητας τόπου και χρόνου, όπως παλαιότερα ο τύπος. Ο ίδιος, εντούτοις, ο δημόσιος διάλογος μπορεί να ενισχύεται, αλλά το κίνημα τελικά δεν μπορεί να στηριχτεί σε ένα διάλογο προτάσεων.
[1] Χρ. Διαμαντόπουλος, Συμμετοχική Δημοκρατία.
[2] Χ. Κούκη, Νέα δικαιώματα πέρα από λάθη και σωστά.
[3] Χόρχε Λουίς Μπορχές, Ιστορία της αιωνιότητας, Δοκίμια, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σελ. 126.
[4] Jos. A. Camilleri, Η παγκοσμιοποίηση της ανασφάλειας και η δημοκρατική επιταγή.
[5] M. Walzer, Η θέση για μία κοινωνία πολιτών, The Civil Society Argument, Ronald Bremer, Theorizing Citizenship, State University of New York Press, 1995, Albany μτφρ. Τίνα Πλυτά.
[6] βλ. Χρ. Διαμαντόπουλου, ό.π.
[7] βλ. Ι. Κουκιάδης, Η Επαπειλούμενη Συνταξιοδότηση του Σοσιαλισμού και η Προσδοκία ενός νέου Κοινωνικού Κράτους.
[8] βλ. έρευνα της VPRC, Η πολιτική κουλτούρα των blogs, Ιούνιος-Αύγουστος 2008.
[9] βλ. Μ.-Μ. Κυριακοπούλου, κοινωνικά μέσα (social media) και κοινωνία πολιτών, Κοινωνία Πολιτών, σελ.7.
3 έκριναν :
Ευχαριστώ για την
εμπεριστατωμένη ανάλυση.
Έβαλε σε τάξη πολλές απ' τις σκέψεις
μου τον τελευταίο καιρό ...
Με την ευκαιρία βέβαια της ...
" παγκόσμιας μέρας εθελοντισμού "
και την προσπάθεια Θεών και Δαιμόνων
να εντάξουν το εθελοντικό πυροσβεστικό
κλιμάκιο της περιοχής μου μέσα στα
γνωστά κανάλια ελέγχου της πυροσβεστικής, της αυτοδιοίκησης και της Πολιτικής προστασίας !!!
Κυριολεκτικά με κάθε μέσον ...
Πότε με μαστίγιο & πότε με καρότο !!!
Κλιμάκιο βέβαια με
κινηματική δράση (συμπληρώνω)
μη καπελωμένο από κόμματα ...
με αγώνες για την κατάργηση των
βολών με βαρύ πυροβολικό σε περιοχή Νατούρα, αγώνες για προστασία του περιβάλλοντος κόντρα σε κατεστημένα οικονομικά συμφέροντα και κρατική εξουσία
(τσιμεντάδικο, εργοστάσιο ΔΕΗ σε βιότοπο, ιχθυοτροφεία, ανεμότρατες κ.λ.π.) !!!
Side21, αυτές είναι μερικές κρίσεις πολιτικές που χρονια με βασανιζαν για να καταλήξω σε σκέψεις ακι μάλιστα διατυπωμένες. Σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια πάντως.
Δημοσίευση σχολίου