ο εκφασισμός γεννήθηκε στο "κέντρο"

Η επικοινωνιακή επίθεση της Κυβέρνησης προς την Αξιωματική Αντιπολίτευση έχει φέρει στην επιφάνεια μία φρασεολογία που όλο και περισσότερο θυμίζει μετεμφυλιακές ρητορείες που ήθελαν να δικαιολογήσουν τις εγκληματικές διώξεις και τιμωρίες όσων είχαν διαφορετική αντίληψη για την πολιτική και τη δημοκρατία.
Η σύγχρονη ακροδεξιά όμως δεν περιορίζεται στη Χρυσή Αυγή, αλλά μεταλλάσσεται κομματικά ανάλογα με τις συγκυρίες. Αξίζει να θυμηθούμε ότι τόσες δεκαετίες προβάλλονταν το πολυσυλλεκτικό κέντρο ως αποκορύφωμα της δημοκρατίας. Αναδεικνύονταν ως κορυφαία πολιτική πράξη ο εφυσηχασμός και η απομάκρυνση από τα κόμματα, αποκόπτωντας το δήμο από τις μνήμες του παρελθόντος και την πολιτική συνειδητοποίηση κι εγρήγορση.
Άλλωστε, τα δύο κεντρώα κόμματα από συστάσεώς τους συντηρούσαν στο εσωτερικό τους τον ακροδεξιό εξτρεμισμό. Η πολυσυλλεκτικότητα που διατράνωναν ως μεγάλο πολιτικό κέρδος, ουσιαστικά επέτρεπε να μεγαλώνουν κάτω από το φως της επίσημης πολιτικής σκηνής τα εθνικιστικά παραληρήματα. 
Και μεν στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ αυτός σταδιακά περιορίζονταν (Παπαθεμελής), στην περίπτωση όμως της ΝΔ, ουσιαστικά η ακροδεξιά τη μετασχημάτισε. Ειδικά η ΝΔ δεν τόλμησε να αποκοπεί από τον εθνικιστικό πόλο και να τον ξεριζώσει, στο σημείο που αυτός ανελκύθηκε στην προεδρία της. Η φιλελεύθερη τάση ήθελε την ακροδεξιά τόσο λόγω της ιδεολογικής ένδειας να της αντιπαρατεθεί όσο κι επειδή φοβόταν να κάνει άλματα σε εσωτερικές ιδεολογικές ζυμώσεις με κόστος εκλογικό. Αγκάλιαζε το Δίκτυο 21 και την κάθε Ομάδα Αλήθειας στηρίζοντας τον ιδεολογικό της -μαζικό/επικοινωνιακό- προσανατολισμό πάνω σε αυτά.
Η θεωρία των άκρων -που τόσο αγάπησαν οι φιλελεύθεροι σοσιαλδημοκράτες- δεν ήταν τίποτε περισσότερο από το εσωτερικό νεοδημοκρατικό σχήμα (μετριοπαθείς δεξιοί, φιλελεύθεροι αγνοί και φασιστοειδή/ακροδεξιά στοιχεία). Ουσιαστικά σήμερα η δεξιά παραδομένη στην ακροδεξιά., ερμηνεύει και μεταχειρίζεται το παρόν με όρους παρελθόντος λόγω ιδεολογικής ένδειας, ενώ απομονώνει τα ακραία στοιχεία ώστε να χρησιμοποιηθούν ως ανάχωμα σε ενδεχόμενη αλλαγή πολιτικής από την αριστερά.
Η πολιτική διάλυση του πολυσυλλεκτικού κέντρου (λόγω της ευθύνης του για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και το πελατειακό κράτος και της ακόλουθης πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας ως αντίδοτο στην κρίση) έφερε στην επιφάνεια είτε σχηματισμούς (Χρυσή Αυγή) είτε ρητορικές μίσους (Λοβέρδος, Κεδίκογλου, Δένδιας). Είναι τόση η ανάγκη του συστήματος να διατηρηθεί η πολιτική μονόπλευρης λιτότητας, ώστε δε φοβούνται να μεταχειρίζονται είτε εμφυλιοπολεμικές ανακοινώσεις είτε ωμή σωματική βία ή να αφήνουν ατιμώρητη τη ρατσιστική βία κι εκείνη των αστυνομικών οργάνων (βασανιστήρια).
Συχνά βέβαια, η αριστερά φοβούμενη το χαρακτηρισμό του άκρου αποφεύγει την άμεση σύγκρουση με το νεοφασισμό. Και σε τούτο η στενόμυαλη επικοινωνιακή πολιτική του αστικού κέντρου, αντί να την στηρίζει στη σύγκρουση με το φασισμό, υιοθετεί ρητορείες περί άκρων ελπίζοντας σε ψήφους και στην αριστερή αποδυνάμωση, ενισχύοντας όμως τελικά την κοινωνική ακροδεξιά και τα κομματικά μορφώματά της. Στην ουσία προκαλούν άμεσα τον εκφασισμό της κοινωνικής ζωής και της καθημερινότητας.
Η ίδια η θεωρία των άκρων, εξάλλου, έπλασε το μύθο ότι υπάρχει μία δεξιά ριζοσπαστική πλευρά που στηρίζει το Έθνος και τη θρησκεία (έναντι του αριστερού κοινοτιστικού ριζοσπαστισμού). 
Πρόκειται βέβαια για μία ριζοσπαστική δεξιά που στηρίζεται στα βασικά -επιθετικά- ένστικτα αυτοσυντήρησης και στα στερεότυπα για τον Άλλο, τον Ξένο, τον Διαφορετικό που επί δεκαετίες καλλιεργούν το πολυσυλλεκτικό κέντρο και τα μίντια. Άλλωστε, και αυτά τα σύνδρομα επιθετικότητας στο διαφορετικό, πηγάζουν από τα βασικά φιλελεύθερα ιδεολογήματα του ανταγωνισμού, του ατομισμού και του ελιτισμού.
Αξίζει όμως να σημειώσουμε ότι βασικό συστατικό της ελληνικής δεξιάς (συντηρητική δεξιά και ακροδεξιά) είναι η απουσία πίστης στην πρόοδο (βασική αρχή του Διαφωτισμού) και η απουσία πίστης στο ρουσσικό Κοινωνικό Συμβόλαιο ως κεντρική ιδέα. Και τα δύο συνδέονται με της μετατροπή του πολίτη σε υπήκοο (βλ. νόμο του ενός άρθρου, αποφάσεις χωρίς διαβούλευση κι ενάντια στην επιθυμία του λαού, εκφοβισμοί και πολιτική τρομοκρατία, αυταρχική πολιτική κλπ).
Η έλλειψη όμως πίστης στο κατά Ρουσσώ Κοινωνικό Συμβόλαιο δεν είναι αδικαιολόγητη. Το Κοινωνικό Συμβόλαιο που τάζει επί δεκαετίες το κέντρο δεν υλοποιείται από τις πολιτικές ελίτ. Όταν ο λαός βλέπει ότι το Κοινωνικό Συμβόλαιο που του υποσχέθηκαν προεκλογικά να σχίζεται την επομένη των εκλογών, τότε ως μόνο δρόμο βλέπει τη σύγκρουση με τιμωρητική διάθεση άσκησης βίας εναντίον όποιο εκτιμά ως εχθρό. Αυτό σε συνδυασμό με τη λαϊκίστικη θεώρηση περί κατακτητών, προτεκτοράτου, εναντίον της πολιτικής συλλήβδην, απλά διαμορφώνει τη βάση για την καλλιέργεια του εκφασισμού και της ακροδεξιάς. Όταν ο λαός βλέπει να τιμωρείται ο ίδιος για τις επιλογές των πολιτικών ελίτ, αλλά όχι εκείνοι που θησαυρίζουν ακόμα και σε περίοδο κρίσης, τότε η σύγκρουση και η διάσπαση της κοινωνικής ειρήνης είναι δεδομένη.
Και η κοινωνική ακροδεξιά σήμερα είναι πανταχού παρούσα και ελκύει όλο και περισσότερους οπαδούς. Η επιρροή της διακρίνεται και από το μέγεθος της διαδκτυακής της δυναμικής έχοντας απενοχοποιήσει τη δημόσια έκφρασή της. Και το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα έντονο στα κοινωνικά δίκτυα όπου η διάχυση του ακροδεξιού λόγου βρίσκει πρόσφορο έδαφος ακόμα και σε ομάδες που χαρακτηρίζονται απολίτικες. Βασικό όμως ερώτημα που τίθεται αναπόδραστα είναι πόσο απότομα γεννήθηκε αυτός ο ακροδεξιός λόγος.
Ένας ενδιαφέρων παράγοντας που δικαιολογεί γιατί ανδρώθηκε ο ακροδεξιός λόγος είναι ο τρόπος με τον οποίο η δεξιά υποδέχτηκε τα λάθη/επιλογές του παρελθόντος. Ενώ λοιπόν, η γερμανική δεξιά αμέσως αποδέχτηκε τα σφάλματά της και αναγνώρισε το ναζιστικό εγκληματικό παρελθόν της (σε σημείο που να πρωτοστατεί στις αντιναζιστικές μνήμες κι επετείους), η ελληνική δεξιά αγκάλιασε το ακροδεξιό στοιχείο σε μία (υπερ)πατριωτική μετάσταση. Φοβήθηκε κάτω από το ιδεολογικοπολιτικό πρίσμα του κομμουνιστικού κινδύνου να δει ένα ισόρροπο πολιτικό μέλλον.
Ποτέ η φιλελεύθερη δεξιά δεν εκπαίδευσε τον ελληνικό λαό για το φόβο του φασισμού, επειδή τούτο θα αναγνώριζε τον αριστερό πόλο σε πρωτ-αγωνιστή. Ακόμα και οι μεταπολιτευτικές γενιές ουδέποτε άγγιξαν κατά το δέον το φασισμό και το σωβινισμό/εθνικισμό. Αντίθετα, επισήμως διδάσκονταν η μισαλλοδοξία (θρησκευτικά) και ο κεντρικός ρόλος του Έθνους (ιστορία, φιλολογικά αντικείμενα) σε βάρος συνολικών και συγκριτικών προσεγγίσεων (κοινωνιολογία, νομική/πολιτική αγωγή και Κοινωνική Ιστορία).
Έτσι, ουσιαστικά η ακροδεξιά κατέκτησε το πολιτισμικό και το θυμικό σε βάρος του κριτικού και του δημοκρατικού. Ο φιλελευθερισμός υποτάχθηκε στον πατριωτικό λαϊκισμό, αγκάλιασε τον εθνικιστικό λόγο και τις ακροδεξιές στάσεις.
Έτσι, δεδομένων των συναισθημάτων ιδεολογικής ήττας και λόγω των μετεμφυλιακών και χουντικών ακροτήτων, υποτάχθηκε το φιλελεύθερο (Μπακογιάννη, Μάνος κλπ) και το μετριοπαθές (Παυλόπουλος, Σπηλιοτόπουλος) στοιχείο στο λαϊκίστικο (Καραμανλής, Ψωμιάδης) και το ακροδεξιό (Αβέρωφ, Σαμαράς, Δένδιας, Κεδίκογλου, Βορίδης κλπ). Και αυτή η ενσωμάτωση δεν είναι απλά σε επίπεδο κορυφής. Εκφράζει όλο το ακραίο τμήμα της κοινωνίας που βρίσκει εκφραστές σε συγκεκριμένα πρόσωπα τα οποία επανατροφοδοτούν τις ακροδεξιές αντιλήψεις.
Και φυσικά αυτός ακριβώς το ακραίο τμήμα της κοινωνίας και της πολιτικής ζωής που αναρριχάται στο κέντρο βρίσκει τρόπους έκφρασης είτε μέσω της βίαιης επιβολής της κυβερνητικής πολιτικής επιλογής είτε στην αποδοχή της βίας και του περιοσμού των πολιτικών κι ατομικών δικαιωμάτων.
Στην τελική είναι λάθος να εξετάζεται ως εκφασισμός μόνο η άσκηση σωματικής βίας απέναντι στον Άλλο. Ο εκφασισμός ενυπάρχει και καλλιεργείται με τον περιορισμό της δημοκρατίας, με νόμους που υιοθετούνται και υπερψηφίζονται ενάντια στην εκφρασμένη θέληση των πολιτών, με διατάξεις που κινούνται στο όρια ή και εκτός των ορίων του Συντάγματος. Ο εκφασισμός συνδέεται άμεσα με τη σαρκοζική διάθεση της κυβέρνησης υπό την ανοχή των συναιτίων της.

ShareThis