σαν τη σκόνη της κιμωλίας που είχα στα δάχτυλά μου

Ζώντας κι εγώ στην ίδια εκείνη περιοχή των μαρτυρικών εκτελέσεων βλέπω από χρόνια πια την εκτέλεση μιας άλλης θανατικής καταδίκης. Εκείνης των νέων ανθρώπων που η ίδια η κοινωνία μας τους επέβαλε. Ο πόνος, η καθημερινότητα, το κυνήγι του άπιαστου αμερικάνικου ονείρου του χρήματος, της ένταξης στην ελίτ, των πολλών γυναικών, του καταναλωτισμού. Παιδιά κι εκείνα σαν εμένα στράφηκαν σε άλλους -λευκούς- ορίζοντες, κυνηγώντας το δικό τους ουράνιο τόξο, αναζητώντας το δικό τους ονειρικό Γκράαλ. Κι εγώ έβλεπα… κι εγώ έλεγα… ανέξοδες προτάσεις και ιδέες.
Σαν έφτασε όμως ο Οργανισμός σκέφτηκα ότι ήταν μια καλή ευκαιρία. Όχι κάτι σίγουρο, όχι κάτι βέβαιο, αλλά κάτι ήταν και τούτο. Κι ας είχε αποτύχει παντού στον κόσμο. Κι ας μην είχε σχεδόν πουθενά αποτελέσματα ίασης άνω του 15%. Αλλά και το 10% μου αρκούσε από το μηδενισμό, από την αδιαφορία. Ωστόσο, σύντομα έγινε φανερή η ανικανότητα. Δε στάθηκε αρκετός ο παραδειγματισμός των άλλων για να διορθώσουμε τα δικά τους λάθη. Δε στάθηκε αρκετή η εμπειρία τόσων χρόνων. Και ο πόνος γινόταν οξύτερος. Οι διαφορές, οι αριθμοί δεν αμβλύνθηκαν ποτέ. Μέσα στις περισπωμένες έβλεπα τη λευκή σκόνη να κυκλοφορεί ανεμπόδιστα, όπως εκείνη που είχα στα δάχτυλά μου από την κιμωλία. Έβλεπα μαθητές να κυκλοφορούν σαν λευκά φαντάσματα, που περιπλανιούνται σε ονειρικά μονοπάτια μιας άλλης διάστασης. Έβλεπα αρρώστους να πλησιάζουν τους υγιείς και να παίρνουν με το καλό, με το κακό, με κάθε τρόπο. Όλα για μια σκόνη, σαν της κιμωλίας που είχα στα δάχτυλά μου.
Οι ντόπιοι ήσυχοι αρχικά και καταδεκτικοί, σύντομα εξαγριώθηκαν. Φοβήθηκαν τη μόλυνση. Φοβήθηκαν και τους αρρώστους. Ρατσισμός κι εξαθλίωση: δύο λέξεις ταιριαστές. Μα οι αρχές ήταν μακριά. Στο κόκκινο επίσημο κτίριο έμοιαζαν ήσυχοι για το χρέος τους στην κοινωνία. Τι χρέος; Ποια ησυχία; Ήταν όμως μακριά, πολύ μακριά. Αδιάφοροι αγρούς ηγόραζον…
Μα, οι ντόπιοι ήταν πια ανήσυχοι, φώναζαν. Θέλαν μια λύση, αλλά πουθενά. Και ξαφνικά ως εκ θαύματος η αρχή τους άκουσε. Ένας ξεχασμένος από μηχανής θεός τους θυμήθηκε. Ήταν βέβαια εκλογές. Ήθελε να πάρει και πάλι την πρωτιά ανάμεσα στους θεούς. Μάζεψε κόσμο. Έκανε διαδήλωση… και πάλι σαν τουφεκιά. Και πάλι με ανέξοδα λόγια και διγλωσσία. Τίποτα καθαρό, τίποτα σίγουρο. Μόνο ωραίες ζωγραφισμένες τουφεκιές, μα κι αυτές στον αέρα έμεναν.

ShareThis