Δεν είχαν άδικο στα λόγια τους. Δεν ήταν άπονοι˙ μάλλον το αντίθετο, πονούσαν φοβερά από την εγκατάλειψη. Δε νοιάστηκα για το σταυρό που έχασα. Με πόνεσε που κουβαλούσαν το δικό τους˙ κι ήταν πιο βαρύς από του Χριστού... κι ήταν πιο μακρύς ο δρόμος. Ο Γολγοθάς ήταν κοντά. Μέσα στη γούρνα, μέσα στο χαμόσπιτο, μέσα στη φτώχεια. Ξεχασμένοι από όλους. Ίσως και από το Θεό κι ας τον παρακαλάνε κάθε μέρα.
Ετούτο το διήμερο έκανα βόλτες. Είχα ξανακάνει. Είχα ξαναγυρίσει. Αλλά τόσες κίβδηλες υποσχέσεις δεν ξαναειπώθηκαν. Μόνο λόγια, μα τα έπεα πτερόεντα εστί. Και βάζεις ένα σταυρό ελπίδας. Μπορεί η Ελπίδα να πέταξε από το κουτί της Πανδώρας τελευταία, μα το μαρτύριο αρχίζει ξανά (αν ποτέ σταμάτησε). Και πάλι περιμένεις 4 χρόνια για νέα έπεα, για νέες υποσχέσεις και ανθρώπους που θυμίζουν τι έκαναν για τον τόπο σου.
Έκανα και πάλι τις βόλτες μου. Ένα διήμερο βόλτες. Έκοψα τις υποσχέσεις. Έκοψα τον μέλλοντα και τα Θα. Όχι επειδή δεν πιάνουν, αλλά από αγανάκτηση. Τόσοι και τόσοι τονίζουν την προσφορά τους στον τόπο, στην πολιτική, στο κίνημα. Υπογραμμίζουν ότι χάρη σ’ αυτούς προχωρήσαμε. Μα γιατί θυμίζουν τι έκαναν; Τα -υποτιθέμενα- έργα τους δεν το αποδεικνύουν; Χρειάζεται να το πούνε; Δεν το βλέπουμε; ΄Η φωνάζουνε οι πεθερές για το ακούσουν οι νύφες;
Αν είναι γάμος; Μα βέβαια. Ένας γάμος τετραετίας. Η νύφη είναι… ο Δήμος, κουμπάροι... οι ψηφοφόροι (κι ας μιλάνε άλλοι για κουμπαριές).
0 έκριναν :
Δημοσίευση σχολίου