Διαστρωμάτωση της μεσαίας τάξης

Όπως ήδη τονίστηκε στο προηγούμενο (βλ. Σχηματική απεικόνιση της μεσαίας τάξης) μία σημαντική ιδιομορφία της μεσοαστικής τάξης είναι η πλούσια εσωτερική της διαστρωμάτωση. Πρόκειται για μία σημαντική ιδιαιτερότητα που τη διακρίνει τόσο από τα χαμηλότερα στρώματα (εργατική κι αγροτική τάξη) όσο από τις ελίτ[1]. Τούτο, ωστόσο, δεν αναιρεί την κοινή ταξική τους χαρτογράφηση. Συχνά βέβαια αποτελούν ανασχετικό παράγοντα στην ταξική συνείδηση και ως απόρροια συχνά το ένα στρώμα στρέφεται κατά του άλλου -με τη βοήθεια, βέβαια, του μαζικού μιντιακού αποπροσανατολισμού, αλλά και της ταξικής φιλαυτίας ορισμένων.
Στην πράξη εμμένοντας σε μία σχηματική απεικόνισή της είμαστε υποχρεωμένοι να λάβουμε υπόψη αρκετές διαφοροποιήσεις που τη χαρακτηρίζουν. Κριτήρια κατά καιρούς έχουν προταθεί αρκετά, αλλά σε κάθε περίπτωση τούτα αναδεικνύουν την ανόμοια εσωτερική μορφολογία της. Ένα βασικό κριτήριο που συχνά/ασυνείδητα θέτουμε είναι οι οικονομικές απολαβές. Πρόκειται όμως για ένα επισφαλές κριτήριο τόσο λόγω του ευμετάβλητου χαρακτήρα του όσο και επειδή τέτοιες οικονομικές διαφοροποιήσεις έχουν όλες οι τάξεις στο εσωτερικό τους.
Αντίθετα, οι διαφορές αυτές χρησιμοποιούνται ως επιχείρημα σε όσους στοχεύουν στην ιδεολογική διάσπαση των μεσοαστών και τον αποπροσανατολισμό τους. Η εισοδηματική ανισορροπία που παρατηρείται συχνά αποτελεί επιχείρημα εκείνων που προβάλλουν την ιδέα πώς μεγάλο μέρος μεσοαστών δεν έχουν ίδια συμφέροντα με την υπόλοιπη τάξη επειδή τάχα είναι πλούσιοι. Ακόμα και ο χώρος της αριστεράς επηρεασμένος από τη ρητορική μονοτονία για τα φτωχά στρώματα, ταυτίζει τα ανώτερα μεσοαστικά στρώματα με την αστική τάξη.
Στην πραγματικότητα όμως βασικό στοιχειό που διαχωρίζει τα μεσοαστικά στρώματα είναι η μορφή του κεφαλαίου στο οποίο στηρίζουν τη δραστηριότητά τους κι όχι το κεφάλαιο που κερδίζουν. Έτσι, ουσιαστικά η μεσαία τάξη διακρίνεται σε δύο κύριες υποομάδες: εκείνες που διαθέτουν υλικό κεφάλαιο ως μέσο παραγωγής και εκείνες που ως χρησιμοποιούν το άυλο κεφάλαιό τους στην παραγωγή.
Στην πρώτη ομάδα πρακτικά εντάσσονται οι έμποροι και οι βιοτέχνες. Με βάση το υλικό κεφάλαιό τους (κατάστημα, εμπόρευμα, μηχανές παραγωγής, δίκτυο διανομής κλπ) εισέρχονται στην παραγωγική διαδικασία. Ωστόσο, και τούτη η ομάδα μπορεί να έχει μερικές εσωτερικές διαφοροποιήσεις κυρίως ως προς τον αριθμό των απασχολούμενων στις επιχειρήσεις. Με βάση αυτό το δεύτερο διαχωρισμό διακρίνουμε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που συνήθως ανήκουν σε αυτοαπασχολούμενους ή πολίτες με έναν υπάλληλο. Εδώ εντάσσονται οι μικροί και μεσαίοι έμποροι, μικροβιοτέχνες και ορισμένα τεχνικά επαγγέλματα που απαιτούν υλικό κεφάλαιο πέραν της ίδιας χειρωνακτικής εργασίας. Στην άλλη υποομάδα θα εντάξουμε τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις που διαθέτουν μεγαλύτερο κεφάλαιο και απασχολούν περισσότερους υπαλλήλους. Βέβαια, κι εδώ η δημοκρατική αντίληψη διαχωρίζει τις επιχειρήσεις βάσει του αριθμού των υπαλλήλων, κάτι που εμείς προσπερνούμε ως έναν ακόμα αποπροσανατολισμό του κοινού ταξικού συμφέροντος.
Στη δεύτερη ομάδα ανήκουν οι μεσοαστοί που χρησιμοποιούν το άυλο κεφάλαιο. Ας σημειώσουμε όμως πας ως τέτοιο δεν εννοούμε τη σωματική δύναμη (χειρώνακτες), αλλά τη μόρφωση που απέκτησαν. Η μόρφωση και η επιστημονική εξειδίκευση αποτελούν ένα διαφορετικής μορφής κεφάλαιο. Εξάλλου, η παιδεία αποτελεί το λεγόμενο "ανθρώπινο κεφάλαιο". Οι μεσοαστοί τούτοι στην πραγματικότητα πουλούν τη μόρφωση και την επιστημονική τους κατάρτιση σε επιχειρήσεις -προσωπικές ή άλλων. Ακόμα, ωστόσο, και στην περίπτωση που εργάζονται ως υπάλληλοι, και πάλι η εργασία τους στηρίζεται στη μόρφωσή τους. Τέτοιοι είναι ένα μεγάλο μέρος των δημοσίων υπαλλήλων, διευθυντών επιχειρήσεων, εκπαιδευτικών κλπ.
Δίπλα σε αυτούς μπορούμε να διακρίνουμε και εργαζόμενους που εργάζονται σε πνευματικές εργασίες χωρίς ωστόσο να έχουν συγκεκριμένη μόρφωση πέρα από εκείνη που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της εργασίας τους (βιωματική, εμπειρική γνώση κι όχι παίδευση οργανωμένη). Πρόκειται για εργαζόμενους γραφείων σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ή στο δημόσιο. Αν και αυτοί συχνότατα (και εισοδηματικά και βάσει των ανωτέρω κριτηρίων) είναι πιο κοντά στην κατεξοχήν εργατική τάξη αφού δεν έχουν κάποιο κεφάλαιο, ωστόσο, η θέση τους στο δημόσιο τομέα ή σε θέσεις ευθύνης ιδιωτικών επιχειρήσεων, μας υποχρεώνει να τους εντάξουμε στα μεσοαστικά στρώματα.
Οφείλουμε όμως να προσέξουμε μία σημαντική μερίδα μεσοαστών που βρίσκονται στο ενδιάμεσο αυτών των δύο κυρίαρχων στρωμάτων. Στην ουσία είναι άτομα που διαθέτουν και άυλο και υλικό κεφάλαιο. Αναφερόμαστε σε μορφωμένους πολίτες που προσφέρουν υπηρεσίες χάρη στο κεφάλαιο που διαθέτουν σε κάθετη σύνδεση με τη μόρφωσή τους. Στην ομάδα αυτή μπορούμε να εντάξουμε μηχανικούς εργολάβους, ιδιοκτήτες ιδιόκτητων φροντιστηριακών και σχολικών συγκροτημάτων κ.ά.τ.
Ξεχωριστό ρόλο που επιτείνει τη δυσκολία διαχωρισμού των μεσοαστικών στρωμάτων διαδραματίζουν οι νέοι. Πρόκειται για μια ξεχωριστή κοινωνική οντότητα -διαχωρισμένη αποκλειστικά με ηλικιακά κριτήρια- που συνδέεται με τη μεσαία τάξη είτε μέσω καταγωγής είτε μέσω της ακαδημαϊκής της μόρφωσης. Τονίζουμε δε ιδιαίτερα τη νεολαία, επειδή τούτη φάνηκε να αποτελεί κινητήριο δύναμη της μεσαίας τάξης καθώς διεκδικεί όλο και περισσότερο τις τελευταίες δεκαετίες πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα, καθώς παλεύει να διακριθεί στο ασφυκτικό μετανεωτερικό σύστημα.
Και όσον αφορά τους νέους που προέρχονται από μεσοαστικά στρώματα με υλικό κεφάλαιο, είναι εύκολο να κατανοηθεί η ταξική τους τοποθέτηση. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι εύκολα είναι για τους νέους που ως αποτέλεσμα της αποκτηθείσας μόρφωσης γνώρισαν την κοινωνική κινητικότητα είτε για εκείνους που κατάγονται από μεσοαστικά στρώματα με άυλο κεφάλαιο. Η πρώτη υποομάδα νέων λόγω της ακαδημαϊκής της μόρφωσης εξ ορισμού εντάσσεται στα μεσαία στρώματα, παρά την ταξικής της προέλευση. Ωστόσο, είναι σχεδόν μαθηματικά/στατιστικά βέβαιο ότι τα πρώτα χρόνια μετά την είσοδό τους στην παραγωγική διαδικασία θα εργάζονται χειρωνακτικά ως προλετάριοι (πουλώντας τη σωματική τους δύναμη) ή σε εργασίες πνευματικές, μα άσχετες από την ειδίκευσή τους.
Παρόμοια μοίρα με αυτούς έχουν και οι άνεργοι μορφωμένοι νέοι καθώς κι εκείνοι που καταγόμενοι από μεσοαστικά στρώματα, χωρίς όμως μόρφωση, δεν έχουν κάποιο άυλο κεφάλαιο να στηριχτούν. Έτσι, οι τελευταίοι αναζητούν πλάγιους τρόπους εισόδου στο δημόσιο τομέα. Ουσιαστικά είτε ξεπέφτουν σε κατώτερα στρώματα είτε -το συχνότερα- παραμένουν στα κατώτερα μεσοαστικά στρώματα, με μικρότερα εισοδήματα.

Γίνεται, λοιπόν, φανερό πως οι διακρίσεις της μεσαίας τάξης είναι μεγάλες και συχνά αποτελούν αφορμές αποπροσανατολισμού. Μάλιστα δεν είναι λίγες οι φορές που ακούμε δημοκράτες απολογητές να κάνουν λόγο για "τάξεις". Έτσι, άλλοτε διαβάζουμε για "εμποροβιοτεχνική τάξη", άλλοτε για "δημοσιοϋπαλληλική τάξη" κ.ο.κ. Δεν πρέπει όμως να λησμονούμε ότι πρόκειται για τεχνητές διακρίσεις που στόχο έχουν να στρέψουν το ένα στρώμα κατά του άλλου διασπάζοντας την ταξική ενότητα και ακόμη πιο στοχευμένα τη συνειδητοποίηση της κοινής τους ταξικής ρίζας. Και αυτό επειδή ακριβώς μόνο το άυλο και το υλικό κεφάλαιο αποτελούν σταθμισμένα κριτήρια και άμεσα μετρήσιμα.
Και εδώ είναι, βέβαια, που κάποιοι δημοκράτες θα ρωτούσαν πώς είναι δυνατόν να εντάσσονται στην ίδια τάξη άτομα που διαθέτουν υλικό και άυλο κεφάλαιο συλλήβδην (για να μην αναφερθούμε στις εσωτερικές υποομάδες που πλαστά προβάλλουν ως κυρίαρχες διαφορές). Ωστόσο, αποσιωπούν το γεγονός ότι όλοι τούτοι ανήκουν σε μία ενιαία ευρύτερη ομάδα καθώς αποτελούν άμεσο στήριγμα και αναγκαιότητα της δημοκρατίας.
Το υλικό και το άυλο κεφάλαιο επί της ουσίας δεν αποτελούν ταξικές διαφορές, αλλά σχετικές διαφοροποιήσεις που όμως είναι αναγκαίες για τη δημοκρατία. Μία υλιστική προσέγγιση αναζητά τα αίτια ύπαρξης και λειτουργίας τους μέσα στο σύστημα. Με ένα τέτοιο σκεπτικό όμως παρατηρούμε ότι η δημοκρατία έχει ανάγκη για την ύπαρξή της και τη μία ομάδα και την άλλη. Τις έχει ανάγκη όχι ως αυτοτελείς τάξεις, αλλά ως αλληλοσυμπλήρωμα προκειμένου να διατηρείται το πολιτικό status quo και ο έλεγχος από τις ελίτ. Στην περίπτωση που τα δύο στρώματα αποτελούσαν ξεχωριστές ταξικές οντότητες θα απειλούσαν το ίδιο το σύστημα είτε με την προς τα πάνω κινητικότητά τους είτε με την ένταξή τους στην εξουσιαστική διαμάχη.
Οι ελίτ φρόντισαν τα δύο στρώματα να συμπληρώνουν (ως παροχή υπηρεσιών, ως μορφωμένο εργατικό δυναμικό ή ως καταναλωτικό και κατασκευαστικό κοινό) το ένα το άλλο χωρίς να απειλούν λόγω μικρού πληθυσμού ή αυτοτελούς οικονομικής δύναμης τη δημοκρατία. Ας μην παραβλέπουμε και το γεγονός ότι η ίδια η δημοκρατία "επένδυσε" στη μεσαία τάξη ώστε να ενισχύσει τα δικά της κέρδη χωρίς να απειλείται. Ως εκ τούτου το σύστημα χωρις τη μία εκ των δύο ομάδων ή δε θα υπήρχε ή δε θα ήταν το ίδιο.



[1] Βέβαια, και η ελίτ έχει δικές της επιμέρους διαφοροποιήσεις. Τούτες, ωστόσο, εμφανίζονται κυρίως στο επίπεδο εξάπλωσης της δραστηριότητάς τους (αν δηλαδή είναι υπερεθνικές επιχειρήσεις ή εθνικοί κολοσσοί). Παρά τις οποίες εισοδηματικές διαφοροποιήσεις έχουν όμως ισχυρό συνδετικό παράγοντα την εξουσία και τον έλεγχο του παγκόσμιου κι εθνικού πλούτου.

1 έκριναν :

ΣΠΙΘΑΣ είπε...

" Στην πραγματικότητα όμως βασικό στοιχειό που διαχωρίζει τα μεσοαστικά στρώματα είναι η μορφή του κεφαλαίου στο οποίο στηρίζουν τη δραστηριότητά τους κι όχι το κεφάλαιο που κερδίζουν.
...................

Ακριβώς, πολύ σωστά.


Έτσι, ουσιαστικά η μεσαία τάξη διακρίνεται σε δύο κύριες υποομάδες: εκείνες που διαθέτουν υλικό κεφάλαιο ως μέσο παραγωγής και εκείνες που ως χρησιμοποιούν το άυλο κεφάλαιό τους
στην παραγωγή.
Στην πρώτη ομάδα πρακτικά εντάσσονται οι έμποροι και οι βιοτέχνες.

Με βάση το υλικό κεφάλαιό τους (κατάστημα, εμπόρευμα, μηχανές παραγωγής, δίκτυο διανομής κλπ) εισέρχονται στην παραγωγική διαδικασία."

Ακριβώς..μόνο [που πρέπει να προσθέσεις κατά την γνώμη μου και τα δίκτυα μεταφορών..κλπ.

Είναι από τα πλέον σημαντικά ζητήματα.

ShareThis