τη
νεκρική ησυχία συνοδεύει ο αχός του πόνου
κι
ο ιδρώτας της ενθύμησης μιας αλλοτινής μακαριότητας.
Το
ύφος αλλάζει με τα πρώτα αίματα,
οι
ιαχές πυκνώνουν πάνω από την κόκκινη λίμνη
η
λάμα ακόμα ζεστή από το αίμα
ο
λαιμός γυμνός γέρνει πλάι στο άψυχο κορμί.
Ο
Ξένος δεν ακούει το εμβατήριο
έφυγε
πια κι αναρωτιέται τι έφταιξε
στο
δρόμο για τα Ηλύσια ακόμα αναζητά το φταίξιμο
ο
πόνος, ο φόβος, η φτώχεια απαντά κάποιος προφήτης.
Οι
σειρήνες στο βάθος ακούγονται από ώρα
ακόμα
περιμένουν να αδειάσει ο δρόμος
αλλά
οι φονιάδες μένουν να χαρούν το κατόρθωμα
η
χώρα επιτέλους ελευθερώνεται,
η
εισβολή σταμάτησε.
Η
ησυχία διαδίδεται σαν την τρομοκρατία,
οι
κανίβαλοι γιορτάζουν.
Ο δρόμος
κενός. Το σπίτι άδειο. Ο όροφος έρημος.
Δεν έχω ποιον να μοιραστώ τον φόβο μου.
Δεν έχω ποιον να μοιραστώ τον φόβο μου.
Αν έρθουν
οι κανίβαλοι δε θα μπορώ να στηριχτώ κάπου.
Μια μηχανή μαρσάρει στη διασταύρωση.
Ένα αυτοκίνητο κυκλοφορεί με σκυλάδικα και μπάσα στη διαπασών.
Μια μηχανή μαρσάρει στη διασταύρωση.
Ένα αυτοκίνητο κυκλοφορεί με σκυλάδικα και μπάσα στη διαπασών.
Καλή
συνταγή για να σβήνει η μνήμη.
0 έκριναν :
Δημοσίευση σχολίου