της ζωής ταξιδευτές
με χαλασμένη πυξίδα σχίζουμε
ωκεανούς και τρικυμίες
αντιμετωπίζουμε
χωρίς προορισμό, δίχως
λιμάνι.
κύματα μας
οδηγούν
σε μέρη
άφαντα,
άβουλοι
ναύτες ενός καπετάνιου,
από νερά
πρωτοϊδωμένα πετάμε
μιαν
άγνωστη Ιθάκη αναζητώντας,
ξηρά
απάνεμη, γης χώμα.
Η βάρκα σαρκοβόρους πόθους γεννοβόλησε
κι οι μούτσοι αίμα πίνουμε,
μια ξύλινη γέφυρα έχουμε
για θέα προς τα όνειρά μας[1].
[1]
Το ποίημα είναι συμβολικό. Ναύτες είναι οι πολίτες που υπακούουν τυφλά τις
εντολές ενός καπετάνιου που αδιαφορεί τόσο για το ταξίδι (με την καβαφική και
την πολιτική έννοια) όσο και την κατάληξή του. Δε φοβάται τα βράχια γιατί για
εκείνον μάλλον λειτουργούν ως ένας στόχος. Οι ναύτες-πολίτες κινδυνεύουν όμως
και το βλέπουν, αλλά ακόμη πιστοί στο ναυτικό κώδικα υπακούν στον καπετάνιο και
δεν προχωρούν σε ανταρσία. Μόνη τους παρηγοριά τα όνειρα που ατενίζουν από ψηλά
(γέφυρα είναι και το πιλοτήριο στο πλοίο).
Οι σαρκοβόροι
πόθοι δεν είναι τίποτα άλλο από τον ατομισμό μέσα στην κρίση και τον
κανιβαλισμό ορισμένων που θέλουν να κερδίσουν και πάλι. Ιδιαίτερα σημαντικό
είναι ότι δε γίνεται καμία απολύτως αναφορά σε επιβάτες του πλοίου, ενώ δεν
προσεγγίζεται το είδους του πλοίου. Ίσως δεν έχει σημασία, αφού όλοι στρέφονται
εξαιτίας του καπετάνιου ο ένας εναντίον του άλλου.
5 έκριναν :
καλησπέρα
εξαιρετικές οι εξηγήσεις...
έτσι βιώνεται ορθά...
Το ταξιδι των καταραμενων στο οποιο ολοι συμμετεχουμε ΒΑΣΩ
Καλημέρα, akrat, τουλάχιστον έτσι κάποιος ξέρει τι σκέφτονταν ο δημιουργός και δεν τα μεταφράζει όπως θέλει...
Βάσω μου, ακριβώς έτσι...
πολύ ωραίο φίλε...
Σ' ευχαριστώ πολύ, Νημερτής μου.
Δημοσίευση σχολίου