γράφτηκε για το tvxs.gr
Ο εκφοβισμός και η μαθητική βία στο
ελληνικό σχολείο δεν έχει πολλά χρόνια που έγιναν αντικείμενα προσοχής. Παρά το
μέγεθος που αυτή τη στιγμή καταγράφεται συνιστούν και τα δύο κοινωνικά
προβλήματα με επικίνδυνες δυνητικά παραβατικές δράσεις των προσώπων (θυμάτων
και θυτών) γιατί ακριβώς αποτελούν πράξεις επιθετικότητας (λεκτικής ή
σωματικής) ή απομόνωσης.
Είναι μία μορφή της προσπάθειας επιβολής
ατόμων ή ομάδων επί των συμμαθητών τους, ένας τρόπος συσχέτισης με τους άλλους
μέσα από μία ανισότητα δύναμης και αμοιβαία ανεπάρκεια διαχείρισης της
επιθετικότητας (είτε ως κατάχρηση δύναμης είτε ως ελλιπής προσπάθεια
προστασίας).
Ταυτόχρονα, όμως το πρόβλημα αποτελεί και
ομαδικό φαινόμενο, καθώς επηρεάζει ψυχοσυναισθηματικά και τους παρόντες ή όσους
γνωρίζουν μία εκφοβιστική στάση. Ο ρόλος των μαθητών-παρατηρητών είναι πολύ
σημαντικός παρά τη μη συμμετοχή τους καθώς μέσα από την παθητική στάση
ουσιαστικά ενθαρρύνουν συμπεριφορές. Η αποσιώπηση λειτουργεί ως ανατροφοδότηση
της άσκησης βίας ή εκφοβισμού, αφού τούτη λειτουργεί ως επιβεβαίωση του
αντικειμενικού στόχου του θύτη, (επιβολή), και ως αυτοεπιβεβαίωση του εγώ
(κοινωνική επίδειξη και ικανοποίηση συναισθηματικών κενών).
Αξίζει να σημειώσουμε ότι έχουμε μάθει να
βλέπουμε τη βία με όρους ενηλίκων (θύμα-θύτης), αποφεύγοντας να προσεγγίσουμε
την ψυχολογία των παιδιών (γονείς). Και όταν το κάνουμε συχνά ταυτίζουμε τη
συμμετοχή των δύο προσώπων ή επιβάλλονται ποινές υπό την επιρροή των μαθητικών
επιδόσεων και συμπεριφορών στην τάξη (εκπαιδευτικοί). Κι όμως στο φαινόμενο του
σχολικού εκφοβισμού παρατηρούμε ότι και οι δύο όροι (θύμα-θύτης) είναι θύματα
ακριβώς αυτής της αδυναμίας διαχείρισης της επιθετικότητας.
Ο θύτης αποτελεί θύμα είτε προηγούμενων
βιωμένων καταστάσεων στο οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον (πολύ
αυστηρές ή πολύ ελαστικές μέθοδοι ανατροφής, πρότυπα επιθετικής συμπεριφοράς,
βία ανάμεσα στους γονείς ή από τους γονείς, ανασφαλής δεσμός του παιδιού με
γονείς, τραυματικές εμπειρίες, κοινωνικές προβολές βίας κλπ), ή είναι θύμα του
ίδιου του σχολικού περιβάλλοντος που αδυνατεί να αντιληφθεί τα συναισθηματικά
προβλήματα του μαθητή (ανάγκη προσοχής, σύνδρομο κατωτερότητας, αίσθηση
προσβολής) που ως αντίδραση εξελίσσονται σε επιθετικότητα προς τρίτους. Το δε
κανιβαλιστικό και ανταγωνιστικό περιβάλλοντος του σχολείου -υπό την αγριότητα
της νεανικής έκφρασης- ενισχύει ακόμη περισσότερο την ψυχολογική ανάγκη για
διάκριση κι επιβολή με κάθε τρόπο.
Αν και οι σχετικές μελέτες προσπαθούν να
το αποσιωπήσουν, είναι παρατηρημένο εμπειρικά ότι οι θύτες συνήθως είναι
μαθητές χαμηλών επιδόσεων. Για κάποιους βέβαια αυτό φαντάζει λογικό, αλλά
αξίζει να δούμε το θέμα από μία άλλη σκοπιά, καθώς η σχολική επίδοση δεν
αποτελεί αίτιο άσκησης βίας. Αντίθετα η χαμηλή βαθμολογία είναι αποτέλεσμα της
βίαιης συμπεριφοράς που απομακρύνει το παιδί από τις θετικά αξιολογούμενες
αρχές του σχολείου, ενώ συχνά χρησιμοποιείται ως επιχείρημα αυτοεπιβεβαίωσης
της άποψης του εκπαιδευτικού για το μαθητή.
Τόσο το εκπαιδευτικό σύστημα όσο και η
κοινωνία, απαιτούν από τους μαθητές υψηλές επιδόσεις και με τρόπο που ορίζουν
τελικά τον ψυχισμό του παιδιού κάνοντάς το να θεωρεί μοναδικό του στόχο την
υψηλή βαθμολογία. Ορισμένα όμως παιδιά αδυνατούν να διαχειριστούν τούτη τη βαθμοθηρία και δεν
καταφέρνουν να διακριθούν. Έτσι, και υπό τη συνδρομή τραυματικών καταστάσεων,
συχνά καταφεύγουν σε πράξεις βίας ως αντίδραση και ως μέσο ατομικής
επιβεβαίωσης. Το σύνδρομο κατωτερότητας και η ανασφάλεια γίνονται όπλα για
άσκηση βίας ή παραβατικής δράσης προς αδύναμους κοινωνικά συμμαθητές
(διαφορετικότητα).
Σε μία αναφορική σχέση επιδόσεων-bullying όμως πρέπει να έχουμε υπόψη και τα αίτια των χαμηλών επιδόσεων
των θυτών. Και τούτο διότι συχνά παραβλέπουμε ότι η χαμηλή βαθμολογία
σχετίζεται με την άρνηση του μαθητή να υποταχθεί στην κομφορμιστική λογική του
σχολείου. Ο “κακός” μαθητής δεν είναι απαραίτητα αδιάφορος και τεμπέλης, αλλά
συχνότερα αρνείται να υπακούσει στους κανόνες του σχολείου που του επιβάλλονται
(αρχές και ήθη). Και αυτά χωρίς να ξεχνάμε ότι η χαμηλή επίδοση είναι άμεση
απόρροια της κοινωνικής προέλευσης του ανήλικου (οικογενειακή μόρφωση,
ενδοοικογενειακή γλώσσα και συμπεριφορά) και της κοινωνικοποίησής του.
Το σχολείο αποτελεί ένα ζωτικό χώρο για
την προαγωγή της ψυχοκοινωνικής υγείας και οφείλει να παρέχει στους μαθητές
ευκαιρίες προσωπικής ανάπτυξης και ενδυνάμωσης, καθώς και να τους υποστηρίζει
στην απόκτηση ψυχοκοινωνικών δεξιοτήτων. Έτσι, οφείλει μέσα από εξατομικευμένες
προσεγγίσεις να ελέγχει την ελλιπή κοινωνικοποίηση και να αντιπαραβάλει στη
βαθμοθηρία και τον ανταγωνισμό, υγιείς σχέσεις σεβασμού και συνεργασίας.
Το σχολικό περιβάλλον δεν αποτελεί απλά
ένα χώρο μεταφοράς γνώσεων, αλλά αποτελεί τόπο διαμόρφωσης αλληλεπιδραστικών
σχέσεων και συνειδήσεων. Είναι αναγκαίο να καλλιεργήσει την αυτοπεποίθηση
μακριά από κάθε κομφορμιστική λογική και τον αυτοσκοπό των υψηλών επιδόσεων και
να διδάξει βιωματικά ότι όλοι είναι άξιοι και χρήζουν σεβασμού και όλοι είναι
διαφορετικοί μεταξύ τους. Άλλωστε, η διαφορετικότητα αποτελεί φυσική επιλογή
(με δαρβινικούς όρους) για την επιβίωση των ειδών. Ομοίως και η κοινωνία
οφείλει έχει ανάγκη τη διαφορετικότητα για την εξέλιξή της στο ιστορικό
γίγνεσθαι.
Επιλογικά, το σημερινό το σχολείο -εφόσον
δεν αλλάζει- εμπλέκεται άμεσα ως ενεργητικός οργανισμός και συμμετέχει στη
διαιώνιση του προβλήματος. Ο τρόπος λειτουργίας του (βαθμοθηρία,
ανταγωνισμός/κανιβαλισμός) και η αδιαφορία του για τον ψυχισμό των ατόμων
λειτουργούν ως λάδι στις φλόγες του ευαίσθητου συναισθηματικού κόσμου των
ανηλίκων.
0 έκριναν :
Δημοσίευση σχολίου