γράφτηκε για το tvxs.gr
Έμελλε αυτό
το έτος να κλείσει ειδησεογραφικά με ένα ζήτημα διαφθοράς. Μετά από τόσες
δολοφονίες, αυτοκτονίες, αντιφασιστικές δράσεις και δυστυχήματα ως απόρροια
πολιτικών ανθρωποκτόνων, η διαφθορά μοιάζει να είναι η τελευταία είδηση. Απλά
για να μας θυμίσει μία πολυετή και πολύπαθη κατάσταση. Από τον Άκη ως τον
Κάντα, τον Τσουκάτο και το Χριστοφοράκο, το Λιάπη και τον Τομπούρογλου, η κοινή
γνώμη άλλοτε συγκλονίστηκε από όσα αποκαλύφθηκαν κι άλλοτε άφωνη παρακολουθούσε
τη σχετική συζήτηση. Ωστόσο, ποτέ στο δημόσιο διάλογο δεν τέθηκε το ζήτημα της
εξάρτησης του πολιτικού συστήματος από τη διαφθορά.
Εδώ
και δεκαετίες βοούσε η κοινωνία για τη διαφθορά υψηλόβαθμων κρατικών στελεχών
(υπαλλήλων και πολιτικών), αλλά κανείς δεν έκανε ενέργειες ώστε να το
αποτρέψει. Καμία κυβέρνηση δεν εξέτασε ποτέ το πόθεν έσχες του πλουτισμού
βουλευτών και στελεχών υπουργείων, ενώ οι εξεταστικές συχνά διέσυραν την
πολιτική σκηνή αφού περισσότερο συγκάλυπταν παρά εξέταζαν (αν και πρόσφατα
σταμάτησε ακόμα και αυτό).
Το
πολιτικό σύστημα ποτέ δεν επιθύμησε να αλλάξει κάτι και η Διαφάνεια παρέμενε
συνεχώς ένα αίτημα που βόλευε επικοινωνιακά αφού οι ευθύνες πάντα μεταφέρονταν
στους πολίτες και τις δικές του ευθύνες (“μαζί τα φάγαμε”). Ακόμα και σήμερα
καμία συζήτηση δε γίνεται για τον πλουτισμό βουλευτών και νεποτισμό σε μία
“κληρονομική δημοκρατία”.
Η διαφθορά όμως αποτελούσε πάντα το συνδετικό κονίαμα του πολιτικού μας συστήματος. Μακριά από κάθε αξιοκρατική διαδικασία επιλογής, ως πρόεδροι οργανισμών, νοσοκομείων, φορέων του Δημοσίου και Νομικών του Προσώπων, διορίζονταν άτομα από το στενό κομματικό περιβάλλον Υπουργών ή Πρωθυπουργών. Υποψήφιοι βουλευτές με κομματική δράση και καταψηφισμένοι αιρετοί αποτελούσαν πάντα το βασικό υλικό για τη συγκρότηση Διοικητικών Συμβουλίων -και πάντα σε έμμισθες θέσεις.
Η
υπόθεση Τομπούρογλου δε θα είναι η τελευταία. Ο προφυλακιστέος Πρόεδρος του
νοσοκομείου αποτελεί μία συνηθισμένη υπόθεση διορισμού κομματικών φίλων ενός
φαύλου συστήματος που θέλει να ελέγχει τη Δημόσια Διοίκηση μέχρι το κατώτερο
Διοικητικό Συμβούλιο. Η πολιτική ελίτ θεωρεί ότι πρέπει να διαχειριστεί τις
θέσεις ευθύνης του Δημοσίου ως λάφυρα μετά από μία μάχη. Και αυτό το πνεύμα
διαχέεται και προς τα κατώτερα διοικητικά όργανα.
Η
πολιτική ελίτ λειτουργεί εκτός της ηθικής που επιβάλλει ο νόμος για τους
πολίτες. Ενώ οι εργαζόμενοι -δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ελεύθεροι
επαγγελματίες και μισθωτοί- υποχρεώνονται σε συνεχείς αξιολογήσεις, σε
εξετάσεις κάθε είδους, σε αυστηρές διαδικασίες επιλογής προσωπικού, η συστημική
πολιτική λειτουργεί χωρίς το αίσθημα της Δικαιοσύνης, πέραν εκείνου του νικητή.
Και αυτή η απουσία αισθήματος Δικαίου είναι που συνδέει τον Τομπούρογλου με το
Λιάπη.
Αξίζει
να υπογραμμίσουμε βέβαια την απουσία όλων αυτών από τον επίσημο διάλογο.
Δημοσιογράφοι που αποτελούν στελέχη επιχειρήσεων και εργάζονται σε γραφεία
τύπου (βουλευτών, επιχειρήσεων και δήμων) εξ αντικειμένου δεν μπορούν να
κρίνουν αυτά τα ζητήματα. Και όταν το πράττουν, απλά είναι αναγκασμένοι από τις
κοινωνικές εξελίξεις στην προσπάθεια να ξεφουσκώσουν τη λαϊκή οργή (όπως
βιώσαμε και με τα πρόσφατα δυστυχήματα του χειμώνα).
Και ας μην παραβλέπουμε την ανάγκη του συστήματος να εξατομικεύσει τις ευθύνες διεφθαρμένων προσώπων. Από κοινού τα συστημικά κόμματα και τα μίντια αγωνίζονται να περιορίσουν τις ευθύνες και τις απώλειες μόνο στους κατηγορούμενους και τους καταδικασμένους. Αποφεύγουν να πλησιάσουν τη ρίζα του κακού, όπως απωσιώπησαν τις ευθύνες του Βενιζέλου για την αθώωση του Τσοχατζόπουλου, ενώ καταδικάζονταν στη Γερμανία οι δωροδόκοι. Ομοίως και τώρα καταδικάζεται τηλεοπτικά ο τ. Πρόεδρος του Αγλαΐα Κυριακού, χωρίς να ελέγχεται εκείνος που υπέγραψε το διορισμό του και το Μέγαρο Μαξίμου.
Το
αίτημα για αξιοκρατία και λελογισμένο έλεγχο των διορισμών αυτών χάθηκε κάπου
στο δρόμο. Το Κράτος πάντα λειτουργούσε με πελατειακή δομή στα ανώτερα κλιμάκιά
του. Όσες διαγραφές κι αν γίνουν σε διεφθαρμένα στελέχη, δεν μπορούμε να
προσπεράσουμε το γεγονός ότι η διαφθορά ξεκινά από τον τρόπο διορισμού τους.
Η λύση βέβαια δεν κρύβεται σε τεχνοκρατικές διοικήσεις, αλλά στην κοινοβουλευτική και δημοκρατική νομιμοποίηση του διορισμού. Η Βουλή ως ανώτατο όργανο θα έπρεπε να είναι εκείνη που ελέγχει τις διορισμένες Διοικήσεις και οι οποίες ετησίως θα έπρεπε να απολογούνται σε αυτήν. Μετακλητές από το ανώτατο Νομοθετικό Σώμα θα είχαν και την ελευθερία να απομακρύνονται από την επιβληθείσα κυβερνητική πολιτική και ταυτόχρονα την ευχέρεια να λειτουργούν με διαφάνεια. Έτσι το Κράτος θα συνέχιζε να λειτουργεί μέσα σε κλίμα πολιτικής και διοικητικής ασφάλειας.
Βέβαια,
σε ένα πολιτικό σύστημα που πάντα φρόντιζε για το βόλεμα των συμμάχων του και
κάθε κυβέρνηση έβλεπε ως δική του περιουσία τις διοικητικές θέσεις ευθύνης και
(βλ. και την προ μηνών τρικομματική μοιρασιά της λείας), αυτό από μόνο του
φαντάζει ριζοσπαστικό. Πόσο μάλλον αν μιλήσουμε για αξιοκρατία και επιλογή
βάσει κριτηρίων καταλληλότητας και μόρφωσης. Και αν κάνουμε λόγο για περιορισμό
των απολαβών της θέσης, τότε θα κατηγορηθούμε για λαϊκισμό.
0 έκριναν :
Δημοσίευση σχολίου