περί δημοκρατίας

Την τελευταία δεκαετία, ενώ φαίνεται η πολιτική ζωή στην ΕΕ να ομαλοποιείται, δεν είναι λίγοι εκείνοι που κάνουν λόγο για αντιδημοκρατικές πρακτικές των διαφόρων κυβερνήσεων· ουσιαστικά βέβαια ο λόγος αναφέρεται σε μία εκτιμώμενη έλλειψη δημοκρατίας. Οι πολιτικοί κι κοινωνικοί παράγοντες που μιλούν για έλλειμμα δημοκρατίας χρησιμοποιούν ως επιχειρήματα τον αυξανόμενο ρατσισμό και τον τρόπο που συμπεριφέρονται οι πολίτες μεταξύ τους και προς αυτούς ακόμα οι ίδιες αρχές (με γνωστό πια το τελευταίο επεισόδιο στις μέρες του Πολυτεχνείου με τον Κύπριο φοιτητή που ξυλοκοπήθηκε βάναυσα από αστυνομικούς με πολιτική περιβολή). Εντούτοις, πολλοί είναι και εκείνοι που θεωρούν ότι έχουμε την καλύτερη δημοκρατία από ποτέ.

Οφείλουμε εδώ να τονίσουμε παρενθετικά ότι οι περισσότεροι συνήθως την ταυτίζουν με τις πολιτειακές αρχές και πρακτικές. Έτσι, η δημοκρατία ταυτίζεται με το εκάστοτε καθεστώς της κάθε χώρας και τονίζεται σε αντιδιαστολή με τη δικτατορία και τις λαϊκές δημοκρατίες του πάλαι ποτέ ανατολικού μπλοκ. Φυσικά ο όρος είναι τόσο διαδεδομένος που ακόμα και ολοκληρωτικά καθεστώτα την υιοθετούν. Εξάλλου, ο όρος δημοκρατία χρησιμοποιείται σε μία μεγάλη γκάμα πολιτευμάτων. Έτσι χαρακτηρίζονται πολλές διαφορετικές μορφές πολιτικών συστημάτων. Στο σοσιαλιστικό μπλοκ της Ανατολικής Ευρώπης και Ασίας υιοθετήθηκε ο λενινιστικός όρος της λαϊκής δημοκρατίας και στην ίδια λογική με θρησκευτική κατεύθυνση είναι οι ισλαμικές δημοκρατίες της Μέσης Ανατολής· παράλληλα, διακρίνουμε τις μορφές της αστικής δημοκρατίας (του Δυτικού Κόσμου) σε προεδρική ή προεδρευομένη ή βασιλευομένη, ομοσπονδιακή ή ομόσπονδη κλπ. Ακόμα και τα δικτατορικά καθεστώτα χρησιμοποιούν τον όρο και συχνά μάλιστα προκηρύσσουν και εκλογές.

Πώς όμως μπορεί να συμβαδίζει η περιορισμένη πολιτική έννοια της δημοκρατίας σε ένα κράτος με τις δυνάμεις καταστολής που όχι σπάνια ξεπερνούν τα όρια του επιτρεπτού; Πρόκειται για ένα νέο μοτίβο του Δυτικού Κόσμου που ολοένα εντείνεται. Η βία του κρατικού φορέα σε πολλά κράτη μετά την 11η Σεπτέμβρη και τα τρομοκρατικά χτυπήματα στις ΗΠΑ έχει ενισχυθεί και ουσιαστικά άρχισε να περιορίζει την ελευθερία τόσο της έκφρασης όσο και της διαμαρτυρίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο πατριωτικός νόμος στις ΗΠΑ, ο αντιτρομοκρατικός νόμος στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στην υπόλοιπη Ευρώπη ολοένα και πιο έντονα περιστέλλονται οι ελευθερίες των πολιτών στο όνομα της ασφάλειάς τους από ενδεχόμενα τρομοκρατικά χτυπήματα.

Αξίζει να υπογραμμίσουμε όμως ότι οι πολίτες σχεδόν παθητικά αποδέχονται τις αντιλήψεις τούτες. Η κρατική προπαγάνδα σε συνδυασμό με εκείνη των ΜΜΕ και ιδιαιτέρως των ηλεκτρονικών μέσων έχουν διαμορφώσει μία τέτοια αντίληψη στον πληθυσμό. Η καλλιεργούμενη απάθειά τους προς τα κοινά επιτρέπει στις κυβερνήσεις να ασκούν όποια πολιτική επιθυμούν στο όνομα του καλού του πολίτη -εφόσον πια στη σύγχρονη κατανομή εργασίας θεωρούνται ειδήμονες στην κρατική λειτουργία. Οι όποιες αντιδράσεις είναι περιορισμένες στις αριστερές δυνάμεις που καταντούν ενίοτε γραφικές χωρίς, δυστυχώς, να επηρεάζουν συνολικά την πολιτική σκηνή.

Η τάση όμως των κυβερνήσεων να θέλουν να ελέγξουν τους πολίτες τους δεν είναι καινούρια· αποτελεί ιστορικά και κοινωνικά παλαιότατο στοιχείο των ανθρώπινου πολιτισμού από την εποχή που εγκαταλείφθηκαν οι πρωτόγονες φυλετικές κοινωνίες και επικράτησε η ατομική ιδιοκτησία. Αποτελεί κοινή διαπίστωση της κοινωνικής ανθρωπολογίας ότι οι κατέχοντες την εξουσία, κάθε φορά που έμεναν ανεξέλεγκτοι, έκαναν προσπάθειες προκειμένου να διατηρηθούν στον κυβερνητικό θώκο και να επεκτείνουν τη δύναμή τους για ίδιο όφελος ή όσων εκπροσωπούν. Σήμερα πια μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού μπλοκ και ούσης μειωμένης της αριστερής πολιτικής έκφρασης (και λόγω της προπαγάνδας των μέσων ενημέρωσης) η περιστολή των ελευθεριών και η ενίσχυση των δυνάμεων καταστολής είναι εντονότερη.

Κάμερες και κάθε είδους εργαλεία μας εξασφαλίζουν μία μίζερη ελεγχόμενη ζωή σε κάθε μας βήμα. Το 1984 έχει βέβαια μεταφερθεί μερικές δεκαετίες αργότερα, αλλά ο κάθε μεγάλος αδελφός και ο θείος Σαμ φαίνεται να ενεργοποιούνται –ή κατά κάποιους έχουν ενεργοποιηθεί πριν το 1984.

Δυνάμεις καταστολής)

Δεν μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου να ασπαστεί τις διάφορες θεωρίες συνωμοσίας που μπορούμε εύκολα να υιοθετήσουμε, απλά και μόνο επειδή μένουν αναπόδεικτες –τουλάχιστον για τον κοινό νου. Μπορώ όμως εύκολα και έγκυρα να εξετάζω την κοινωνία μας και να διαπιστώνω ότι οι αστυνομικές δυνάμεις της χώρας ολοένα και αυξάνονται -εξυπηρετώντας και τη ρουσφετολογική ανάγκη παραμονής του κόμματος στην εξουσία- και αναλόγως ενισχύονται οι δυνάμεις των μονάδων καταστολής με έμψυχο και άψυχο χημικό υλικό.

Βεβαίως κάποιος θα διατράνωνε την αναγκαιότητα αστυνόμευσης μέσα στην εγκληματοφοβία που μας καταλαμβάνει και τον αυξανόμενο ρατσισμό. Αλλά γιατί να ενισχύονται οι μονάδες αποκατάστασης της τάξης; Ποια τάξη διαστέλλεται; Εκτός αν βέβαια, τα χημικά των ΜΑΤ βοηθούν στην κοινωνική ειρήνη. Θα ήθελα φυσικά να μάθω ποιος θα ισχυριζόταν κάτι τέτοιο. Είναι τυχαίο που σε όλη την ΕΕ ενισχύονται τα αντίστοιχα ΜΑΤ; Όχι βέβαια.

Η ενίσχυση των δυνάμεων καταστολής αποτελεί αναγκαιότητα του συστήματος στις μέρες μας. Στη φάση που ζούμε είναι υποχρεωτικό να ενισχυθούν οι μονάδες διατάραξης και διάσπασης των αντιδράσεων. Όταν το κράτος πρόνοιας διαστέλλεται και οι εταιρίες -θέση- πιέζουν ολοένα και εντονότερα για «ελευθερίες ανάπτυξης», οι πολίτες -αντίθεση- αντιδρούν. Οι τελευταίοι μη έχοντας ισχυρή πολιτική υποστήριξη έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με τις κυβερνήσεις τους. Και αυτονόητα η βία φέρνει αντι-βία. Η σχέση κράτους και πολιτών είναι καθαρά διαλεκτική και οι όποιες αντιδράσεις του πρώτου επενεργούν αντιστρόφως ανάλογα στους τελευταίους. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας οι αριστερές δυνάμεις έχουν πια εξοβελιστεί σε μονοψήφιο εκλογικό ποσοστό. Λίγες οι εξαιρέσεις που αντί να επιβεβαιώνουν τον κανόνα, απλά ενισχύουν όσους αντιδρούν στην ιδιωτική ασυδοσία και τη μονοπώληση της κρατικής εξυπηρέτησης προς την ολιγαρχία. Φαίνεται -και αποδεικνύεται με μια γρήγορη ματιά στον ιστοχώρο- ότι η Λατινική Αμερική αποτελεί πράγματι μια πηγή έμπνευσης για τους απανταχού αριστερούς -συνήθως αριστεριστές και διανοούμενους. Από την άλλη ο αντιαμερικανισμός επηρεάζει άμεσα τους μικροαστούς, που στο όνομα των ΗΠΑ ατενίζουν τον ψυχροπολεμικό αντιδημοκρατικό αετό.

Ουσιαστικά, λοιπόν, μπροστά στις αντιδράσεις που γεννιούνται από την ίδια την κρατική πρακτική είναι αναγκαία η ενίσχυση των αστυνομικών μέτρων.

Στο σημείο αυτό αξίζει να ελέγξουμε και τις δημοκρατικές ελευθερίες που τελικά επιτρέπει ένας κρατικός φορέας στους πολίτες του. Δεν αποτελεί δημοκρατικό δικαίωμα η εξυπηρέτηση σε έναν οργανισμό; Δεν αποτελεί ανάλογα δικαίωμα και η προστασία μας από την ανευθυνότητα και την γραφειοκρατική λογική του; Ωστόσο, θα εκτιμούσα λάθος το να προσανατολίσω ένα κείμενο αφιερωμένο στη δημοκρατία και όσους προσπαθούν να τη στηρίξουν καθημερινά με συναίσθηση του αδύνατου πραγμάτωσής του.

Η δημοκρατία όμως -και ειδικά η σχετιζόμενη με τις δυνάμεις καταστολής και την εκτελεστική εξουσία- δεν επιτρέπεται να οράται μακριά από τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σήμερα πια στην ελληνική επικράτεια δεν κάνουμε λόγο για καταπάτηση ελευθεριών, αλλά συχνά για αυτή των θεμελιωδών δικαιωμάτων μας. Βέβαια, -χωρίς να επαναπαυόμαστε- είμαστε σε καλύτερη θέση από ότι στον υπόλοιπο κόσμο.

Πέρα από τα μεμονωμένα περιστατικά, διακρίνουμε συχνότατα την αυθαιρεσία της δικαστικής εξουσίας και ακόμα της εκτελεστικής. Έτσι αντιδημοκρατικά αποδεχόμαστε το φακελάκι και μάλιστα το λοιδορούμε αποκαλώντας το γρηγορόσημο. Πόσοι είναι εκείνοι που υποκύπτουν στον πειρασμό και την ανάγκη να το αποδεχθούν; Πόσοι –λίγοι βεβαίως ως μηδαμινοί- διαμαρτύρονται ή προσπαθούν να το κάνουν στάση ζωής;

Ενεργοποίηση των πολιτών

Ποιες είναι όμως οι υποχρεώσεις των πολιτών μπροστά σε αυτή την κατάσταση; Πώς μπορούν να προστατεύσουν τα συμφέροντα και την ασφάλειά τους μπροστά στην ασυδοσία των κρατικών φορέων;

Είναι φανερό πια ότι η στήριξη της πραγματικής ελευθερίας μπορεί να επέλθει μόνο με τον έλεγχο της εξουσίας. Αυτό φυσικά απαιτεί μόνιμη παρακολούθηση και όχι σπασμωδικές κινήσεις κάθε δύο ή τέσσερα χρόνια. Ουσιαστικά ο λόγος γίνεται για τη συμμετοχή στα κοινά. Μέσα από τη συμμετοχή το άτομο όχι μόνο ενεργοποιείται, αλλά κρίνει με γνώμονα την προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος και της ατομικής του ελευθερίας. Διατηρεί κριτική στάση προς τις αρχές και την εξουσία μέσω των ΜΜΕ –που κάποτε πρέπει να εκδημοκρατιστούν. Η ενασχόληση με τα κοινά -ας τονίσουμε- δεν έχει απαραίτητα άμεση σχέση με την εκλογική διαδικασία ή την αναγκαία επιθυμία και φιλοδοξία για ανάδειξη του ατόμου σε παράγοντα της περιοχής του.

Σ’ αυτή την κατεύθυνση οφείλει να στραφεί και το σύγχρονο σχολείο. Πρέπει να δείξουμε στα παιδιά μας και τους αυριανούς πολίτες ότι ο έλεγχος της εξουσίας είναι αναγκαιότητα. Ήδη από τον τρόπο εκπαίδευσης διαμορφώνονται οι δημοκρατικοί πολίτες των αυριανών κρατών· τόσο από τη διδακτική μέθοδο που επιλέγεται από την εξουσία και το ρόλο του διαλόγου σ’ αυτήν, όσο και από τα θέματα που αγγίζει και μεταδίδει η παιδεία.

Συμπληρωματικά, γίνεται φανερό ότι η δημοκρατία στηρίζεται ουσιαστικά στην εγρήγορση των πολιτών. Η στάση των πολιτών είναι αυτή που την καθορίζει είτε αυτή βλέπεται από τη σκοπιά της πολιτειακής μορφής είτε εξετάζεται ως πολιτική στάση. Η καθημερινότητα είναι αυτή που ορίζει και το βαθμό της δημοκρατίας που διέπει μια κοινωνία, από το οικογενειακό κοινωνικό κύτταρο ως το εκπαιδευτικό λειτούργημα. Τότε θα μπορούμε να προστατεύσουμε την κοινωνία μας από πιθανές προσπάθειες ανατροπής της δημοκρατίας. Τότε θα μπορούμε να κατανοήσουμε πραγματικά και τη θυσία των ηρώων του παρελθόντος για τη δημοκρατία.

Η κοινωνική διάσταση της δημοκρατίας

Και όλη η προηγουμένη τοποθέτηση-ανάλυση για τη δημοκρατία γινόταν αναφορικά με την πολιτική της μορφή. Πολύ συχνά -αν όχι πάντα- περιορίζεται η έννοια της δημοκρατίας στην κυριολεκτική σημασία τη σχετιζόμενη με το πολίτευμα, χωρίς να εξετάζεται ο όρος από κοινωνική σκοπιά, ο τρόπος δηλαδή που συμπεριφερόμαστε μεταξύ μας. Αξίζει, λοιπόν, να διερευνηθεί και η έννοιά της στην κοινωνική της διάσταση.

Έτσι ως δημοκρατία ορίζεται το ανώτατο στάδιο του πολιτισμού· δεν είναι η αρχή του πολιτισμού, ούτε η αντίληψη για τα ίδια τα κόμματα. Δημοκρατία είναι εκείνο το κοινωνικό καθεστώς στο οποίο οι πολίτες σέβονται ο ένας τον άλλο και δεν τον ενοχλούν κάνοντας πράγματα που δεν τους αρέσουν να υφίστανται οι ίδιοι. Ο όρος δεν περιορίζεται, λοιπόν, μόνο στον πολιτικό τομέα, αλλά εξετάζεται σαν ένας τρόπος συμπεριφοράς και καθημερινής πρακτικής.

Η αλήθεια είναι ότι οι Έλληνες πολίτες σε γενικές γραμμές βέβαια είναι από τους πιο δημοκρατικούς λαούς πια χωρίς πάθη, αλλά με μία φασιστική κοινωνική νοοτροπία. Αυτό φαίνεται στον τρόπο που συμπεριφερόμαστε στο σπίτι μας, στο γείτονά μας, στον οδηγό του διπλανού οχήματος, στο σχολείο ή ακόμα και προς τους κρατικούς φορείς. Η ίδια αντιδημοκρατική λογική είναι που στρέφει τον κόσμο στην ατομικιστική λογική των ρουσφετολογικών και δωροληπτικών διαδικασιών προκειμένου να εξυπηρετηθούν πιο εύκολα και γρηγορότερα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τρόπος εκπαίδευσης στο σημερινό σχολείο και βαθμολόγησης ακόμα -εφόσον οι βαθμολογίες εντάσσονται σε παιδαγωγική αντίληψη και όχι βαθμοθηρική ή λογική ξυλοκόπου. Οι εκπαιδευτικοί -σαφώς δημοκρατικότεροι από τους δικούς τους δασκάλους- απέχουν από τη σχολική καθημερινή κουλτούρα και δημοσιοϋπαλληλίστικα απλά διδάσκουν χωρίς να προσκαλούν τους μαθητές να συμμετέχουν στην όλη διαδικασία. Μόνοι τους αποφασίζουν -τάχα λόγω απαίτησης του υπουργείου ή του αναλυτικού προγράμματος- τι και πώς θα διδάξουν χωρίς να κάνουν κοινωνούς της γνώσης τους μαθητές. Δε συζητούν μαζί τους και δεν τους επιτρέπουν να διαμαρτύρονται για την όλη διαδικασία, διότι εκείνοι ξέρουν και οι «μικροί» όχι. Ακόμα και η βαθμολόγηση εξελίσσεται σε φασιστικής έμπνευσης βασανιστήριο προς τα παιδιά που τη θεωρούν βασικό εφόδιο για να προοδεύσουν στη ζωή. Συχνά με το μπαλντά ενισχύουν τα πλουσιότερα παιδιά ή εκείνα των γνωστών προς τα οποία στέκουν και ευνοϊκότερα.

Βεβαίως και τα ίδια τα παιδιά ζώντας μέσα σε μια κανιβαλιστική κοινωνία αναδεικνύονται καλοί μαθητές αφού αντί να διαμαρτύρονται και να προσπαθούν να εκδημοκρατίσουν το σχολείο, απλά ανταγωνίζονται τους καθηγητές και προχωρούν σε ρουσφετολογικές πρακτικές για να αποκτήσουν το μεγαλύτερο βαθμό, που στο σχολικό επάγγελμα και την εκεί ιεραρχία ισοδυναμεί με καταξίωση και ανώτερη-ελίτ θέση. Ταυτόχρονα, διακρίνουμε ένα κοινωνικό περιθώριο, που αντιδημοκρατικά διατηρεί την ύπαρξή του προκειμένου να επιβεβαιώνει το μέσο όρο και τη σχολική ελίτ των καλών μαθητών -που συχνότατα είναι πλουσιότερα ή από πιο μορφωμένες οικογένειες.

Ακόμα και η ίδια η μόρφωση έχει αποδειχθεί (όπως μπορεί κάποιος να διαπιστώσει) ότι είναι αντιδημοκρατικό προνόμιο εκείνων των κοινωνικών στρωμάτων που έχουν οικονομική ευμάρεια και ανώτερη μόρφωση και κριτικό επίπεδο. Και τούτο λέγεται όχι μέσα σε ένα ταξικό παροξυσμό, αλλά στην απλή λογική ότι η μόρφωση εξασφαλίζει καλύτερη κριτική και αφαιρετική ικανότητα και πληθώρα γνώσεων και δεξιοτήτων που τα φτωχότερα στρώματα αδυνατούν να μεταδώσουν στα παιδιά τους.

Έλλειμμα δημοκρατίας, ωστόσο, δεν παρατηρείται μόνο σε περιορισμένες κοινωνικές ομάδες, αλλά και στη γενικότερη ελληνική συμπεριφορά είτε αυτή αναφέρεται στην ανυπομονησία αναμονής στην ουρά και την έλλειψη σεβασμού στο διπλανό, είτε στον τρόπο που οδηγάμε και προσπερνάμε δεξιά κι αριστερά χωρίς να βλέπουμε τον άλλο σαν ομοιοπαθούντα συγκοινωνό μας, αλλά ως οδικό ανταγωνιστή.

Το κυριότερο χαρακτηριστικό της φασιστικής μας αντίληψης είναι ο ίδιος ο ανταγωνισμός που συνδέεται άρρηκτα με τον ωχαδερφισμό και τον ατομικισμό. Μάλιστα έχουμε φτάσει σε τόσο υψηλό επίπεδο που πλέον η αποξένωση από τον πάσχοντα και συμπάσχοντα αγγίζει πια την ευχαρίστηση εφόσον μας επιτρέπει να αναδειχθούμε κοινωνικά μέσα σε ένα παροξυσμό του κανιβαλισμού της εποχής μας.

Το ίδιο έλλειμμα παρατηρείται ακόμα και στο εσωτερικό των οικογενειών. Οι γονείς δε σέβονται τα τέκνα τους σαν ανεξάρτητες προσωπικότητες και σπανίως συζητούν μαζί τους για όσα απασχολούν τα βλαστάρια τους. Νομίζουν ότι το γονικό χρέος περικλείεται μόνο στο χαντζηλίκι και τα φροντιστήρια. Δεν είναι όμως ο διάλογος και η διαπαιδαγώγηση του να συζητάμε τα πάντα και με τρόπο γονική υποχρέωση; Ακόμα και οι ίδιοι μεταξύ τους απομακρύνονται και σπάνια συζητούν, στο όνομα τάχα της καθημερινότητας και των υποχρεώσεων.


ShareThis