προοπτικές του εναλλακτικού τουρισμού στην ελληνική ύπαιθρο

Η μικρή κλίμακα των κοινωνιών και οι ρυθμοί ζωής, που απέχουν πολύ από εκείνους της πόλης απ’ την οποία προέρχεται ο τουρίστας, αποτελούν ένα αδιαφιλονίκητο πλεονέκτημα των λιγότερο ευνοημένες περιοχών. Βέβαια, οι μειονοτικές αναφορές σχετικά με την αγροτική κοινωνία είναι ακόμα κοινές. Αντιπροσωπεύουν μια ιδεολογική αντίληψη για την ευχάριστη και γηγενή ζωή ανθρώπων που συλλαμβάνεται γενικά από την άποψη της "καθυστέρησης" και της "υπανάπτυξης", έναντι της ζωής στις αστικές περιοχές. Πριν από αυτή την αντίληψη υπάρχει επίσης η επίκληση μιας "ιδανικής" αγροτικής περιοχής από την άποψη της αρχικής συμβολικής συλλογικής αντιπροσώπευσης της εθνικής ταυτότητας.
Οι αυξανόμενοι διατροφικοί κίνδυνοι, το βεβαρημένο αστικό περιβάλλον και οι δυσοικονομίες συγκέντρωσης πληθυσμού και δραστηριοτήτων στα αστικά κέντρα, η στενότητα χώρου και χρόνου της καθημερινής ζωής στρέφουν όλο και περισσότερο σε αναζήτηση υγιεινών, ποιοτικών, ιδιότυπων προϊόντων του αγροτικού χώρου όπως επίσης και σε υπηρεσίες τουρισμού και αναψυχής στην ύπαιθρο. Έτσι, η ηγεμονικότητα του οπτικού που χαρακτηρίζει τη δυτική κοινωνική και πολιτισμική σκέψη και οι συνακόλουθές της πρακτικές κατά τους τελευταίους αιώνες έχουν μετατρέψει τα περιβάλλοντα και τη φύση σε θεάματα. Ο κόσμος συρρικνώνεται σε εικόνες και, αντίστροφα, το τοπίο είναι δυνατό να κατανοηθεί ως μία εικόνα του κόσμου.
Προτάσεις για μία υγιή και φιλική προς το περιβάλλον ανάπτυξη του εναλλακτικού τουρισμού έχουν κατατεθεί πολλές φορές· έναν τουρισμό που σέβεται όχι μόνο το φυσικό κάλλος μιας περιοχής, αλλά και τον κοινωνικό και πολεοδομικό της χαρακτήρα και την πολιτιστική της ταυτότητα. Αυτές τις προτάσεις οφείλει να αφουγκραστεί και να διεκδικήσει η δημοτική διοίκηση, στηρίζοντας οικονομικά την ύπαιθρο και προσφέροντας εγγυήσεις για την εκεί παραμονή του πληθυσμού της.
Με τον όρο εναλλακτικός τουρισμός εννοούνται όλες εκείνες οι μορφές του τουρισμού που λαμβάνουν χώρα στην ύπαιθρο, σε ορεινές περιοχές, σε τοπία φυσικού κάλλους και έχουν άμεση σχέση με το φυσικό περιβάλλον. Φέρνουν τον άνθρωπο σε επαφή μαζί του και κατέχουν κεντρική θέση στην εξόρμηση. Διαφέρουν από το μαζικό τουρισμό καθώς κυρίως απευθύνονται σε μεμονωμένα άτομα ή ομάδες. Ως εναλλακτικές μορφές τουρισμού νοούνται ο οικοτουρισμός (περιλαμβάνει επισκέψεις και ξεναγήσεις σε οικολογικά αξιόλογες και προστατευόμενες περιοχές που προωθεί ενεργά την προστασία του φυσικού και του πολιτιστικού περιβάλλοντος) και ο αγροτοτουρισμός (είναι μία μορφή ήπιας βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης και δραστηριότητας στον αγροτικό χώρο με τον επισκέπτη να έρχεται σε επαφή με αγροτικές περιοχές, τις εκεί ασχολίες, τα τοπικά προϊόντα, την παραδοσιακή κουζίνα και την καθημερινή ζωή των κατοίκων και τον πολιτισμό τους. Ο επισκέπτης συμμετέχει στις τοπικές δραστηριότητες και δε μένει απλός παρατηρητής, αποκτώντας έτσι βιωματική εμπειρία για τον τόπο) ως ειδικές μορφές, ο ιαματικός, ο θρησκευτικός, ο τουρισμός της περιπέτειας (ήπιας -εδώ εντάσσονται η πεζοπορία, η εξερεύνηση σπηλαίων, η παρατήρηση άγριας πανίδας (πέταγμα πουλιών και άγριων ζώων), η ιππασία, η ορειβασία, η διάσχιση φαραγγιών, το κάμπινγκ στο βουνό, η χειμερινή διαβίωση στη φύση, η πλεύση με σχεδία και το θαλάσσιο κανό-καγιάκ- ή ακραίας -περιλαμβάνονται η αναρρίχηση, η κατάβαση απότομων βράχων, το αλεξίπτωτο πλαγιάς, η πλεύση με κανό ή καγιάκ ή η κατάβαση ορμητικών ποταμών με σχεδία, οι διαδρομές με ποδήλατο βουνού, με οχήματα με κίνηση σε 4x4 ή με μοτοσικλέτες χώματος), ο χιονοδρομικός και ο αθλητικός (περιλαμβάνει όλες τις μορφές ενεργητικής ή παθητικής ανάμιξης σε αθλητικές δραστηριότητες για επαγγελματικούς ή ψυχαγωγικούς λόγους με τυχαία ή οργανωμένη συμμετοχή).
Η χώρα μας όμως -και με τη βραχυπρόθεσμη συχνά οπτική της τουριστικής ανάπτυξης από πλευράς αυτοδιοικητικών αρχών- μένει ακόμα προσκολλημένη στα πρότυπα του μαζικού τουρισμού και μάλιστα με εξαιρετικά περιορισμένη γεωγραφικά ανάπτυξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 24% του συνόλου των κλινών της χώρας βρίσκονται στο νότιο Αιγαίο και το 19% στην Κρήτη. Αναλόγως παραθαλάσσιες περιοχές κοντά σε αστικά κέντρα έχουν μετατραπεί σε παραθεριστικές κατοικίες δημιουργώντας μικρά άστη και απέχοντας πολύ από τη λογική ακόμα και του μαζικού τουρισμού. Ωστόσο το μοντέλο αυτό έχει πια εξαντλήσει τα περιθώρια ανάπτυξής του περιορίζοντας την οικονομική δραστηριότητα χρονικά στο πλαίσιο του έτους. Δεν είναι τυχαίο ότι το 90% περίπου του ελληνικού τουριστικού κοινού κινείται μόνο το καλοκαίρι και κυρίως από τις 15 Ιουλίου έως τις 15 Αυγούστου. Ο άνθρωπος της πόλης προσπαθεί να γνωρίσει παρθένα περιβάλλοντα, "αυθεντικά" τοπία, αρχαία ερείπια ή "παραδοσιακούς" πολιτισμούς. Αντί αυτών όμως αντικρίζει όλο και πιο πολύ τοπία απάθειας, χάους, παραπλάνησης και πλήξης που τον ωθούν ολοένα και περισσότερο στην αέναη αναζήτηση νέων τουριστικών προορισμών.
Η ετήσια εποχιακή τουριστική απασχόληση ανέρχεται στα 130.00 άτομα, χωρίς να συνυπολογίζουμε τη μόνιμη απασχόληση. Τα απολογιστικά όμως οικονομικά στατιστικά στοιχεία δείχνουν μία χαμηλή αύξηση λόγω της περιορισμένης κίνησης της αγοράς από την πλευρά των αλλοδαπών τουριστών εξαιτίας της σύγχρονης οικονομικής ύφεσης. Ως αποτέλεσμα αυτού η απόδοση του τουρισμού στην οικονομία της Ελλάδας δεν είναι ικανοποιητική γιατί οι επενδύσεις που έγιναν ήταν ανεπαρκείς και ανταποκρινόμενες μόνο στο λεγόμενο "μαζικό τουρισμό".
Και ακόμα πιο λυπηρή γίνεται η εικόνα όταν αυτοδιοικητικές αρχές προσπαθούν να ξεπεράσουν τα οικονομικά τους προβλήματα και με διάφορα προσχήματα αποδέχονται την παραχώρηση προς ενοικίαση δημόσιας γης σε ιδιώτες. Παραλίες, λίμνες και άλλες ζώνες "θησαυροφόρες" νοικιάζονται από δημοτικές αρχές που με πνεύμα μετανωτερικό αντιμετωπίζουν το φυσικό περιβάλλον σαν περιουσία τους και προσπαθούν να επωφεληθούν από αυτό. Και ακόμα χειρότερο είναι το γεγονός ότι μερίδιο του Τύπου βλέπει θετικά τέτοιες δράσεις.
Αντίθετα, η αναζωογόνηση μέσα από προσεκτικά σχεδιασμένα προγράμματα εναλλακτικού τουρισμού σε αγροτικές κατά βάση κοινότητες και σε εγκαταλειμμένους οικισμούς, η σύνδεση του τουρισμού με την βιώσιμη προστασία των φυσικών περιοχών, καθώς και η ενθάρρυνση της στροφής προς ένα βιώσιμο μοντέλο περιβαλλοντικά υπεύθυνου τουρισμού θα τονώσει την επιθυμία για παραμονή στην ύπαιθρο. Η ανάπτυξη ενός δωδεκάμηνου τουρισμού όχι μόνο θα κάνει την περιοχή ελκυστική για οικονομική δραστηριότητα, αλλά θα προσελκύει και μέρος του αστικού πληθυσμού σε μία μονιμότερη βάση.
Ο εναλλακτικός τουρισμός μπορεί -με την αυτοδιοικητική συνδρομή- να στραφεί στις νεότερες ηλικιακές ομάδες που -σε εξέλιξη των μεταφορντικών μοντέλων- αναζητούν το νέο, το διαφορετικό ή το περιπετειώδες και πρωτόγνωρο. Ειδικά οι νέοι των αστικών χώρων -μεγαλωμένοι στο τσιμέντο και την ατμοσφαιρική ρύπανση και καταβεβλημένοι από το αστικό στρες- αναζητούν μία τέτοια φυσιολατρική έξοδο. Παράλληλα, οι νέοι αντιδρώντας στον πλήρως ανεπτυγμένο καθιερωμένο τουρισμό -που αγωνιωδώς αναζητούσαν οι γονείς τους- ψάχνουν λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές. Αυτοί μάλιστα κατέχοντας τις νέες τεχνολογίες είναι σε θέση να αναζητήσουν και να βρουν τέτοιους προορισμούς μέσα από τις σύγχρονες μορφές τηλεπικοινωνίες που στηρίζονται στο διαδίκτυο. Έτσι, το internet γίνεται ένα βασικό εργαλείο προώθησης και προβολής "νεότερων" προορισμών, όπως αυτοί κυρίως υπάρχουν στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές.
Συχνά η τουριστική ανάπτυξη, όπως συγκροτείται σήμερα, δημιουργεί κλειστούς παραθεριστικούς οικισμούς με σαφώς ευνοϊκότερες ρυθμίσεις σε σχέση με την κατοικία· "φωτογραφίζονται" περιοχές στις οποίες έχει ήδη εκδηλωθεί επενδυτικό ενδιαφέρον. Χωροθετεί τεράστιες τουριστικές εγκαταστάσεις διάσπαρτα σε εκτός σχεδίου περιοχές με βάση τους δημοκρατικούς νόμους της αγοράς και οδηγεί σε μία αύξηση της χωρητικότητας των τουριστικά ανεπτυγμένων περιοχών, χωρίς καμία αναφορά στην ανάγκη καθορισμού ορίων ανάπτυξης με βάση τη φέρουσα ικανότητα των περιοχών αυτών.
Ακόμα, στο ίδιο πνεύμα οφείλουμε να καυτηριάσουμε και την αλλοίωση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής που παρατηρείται συχνά σε ορισμένα χωριά. Έτσι, δεν είναι λίγες οι φορές που βλέπουμε αιγαιοπελαγίτικου χρώματος κατοικίες και ξενοδοχειακές μονάδες να χτίζονται σε νησιά ή παραθαλάσσιες περιοχές με άλλη αρχιτεκτονική φυσιογνωμία και χρώματα· τουριστικές μονάδες πετρόκτιστες με πισίνες δίπλα σε ορεινές πλινθόκτιστες κατοικίες με γήινα χρώματα.
Η κινητοποίηση και η ενημέρωση των τοπικών φορέων αποτελούν καθοριστικά στοιχεία για μια επιτυχημένη εφαρμογή κάθε προγράμματος ανάπτυξης στον Τουρισμό. Συχνά όμως η αποσπασματική διαδικασία που ακολουθείται –συνήθως στερούμενη επιστημονικής τεκμηρίωσης και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού– οδηγεί σε αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που προσδοκούμε. Χρειάζεται, λοιπόν, ένας συντονισμένος σχεδιασμός όλων των τοπικών κοινωνικών φορέων. Η συμμετοχική αυτή διαδικασία εξασφαλίζει την προστασία και την αειφορικότητα όχι μόνο της περιοχής, αλλά επιτρέπει και μία πιο ολιστική οικονομική ανάπτυξη.
Ταυτόχρονα όμως είναι αναγκαίο η τουριστική διάσταση να έχει χαρακτηριστικά προσβασιμότητας από όλο τον πληθυσμό. Η ζήτηση για τον προσβάσιμο τουρισμό αυξάνεται σταθερά και η τουριστική βιομηχανία έχει αρχίσει να αναγνωρίζει ότι οι τουρίστες με μειωμένη κινητικότητα, αποτελούν μια σημαντική ομάδα καταναλωτών. Για την εκτίμηση του δυναμικού μέγεθος της αγοράς ας υπολογίσουμε ότι το 70% των αναπήρων είναι σωματικά και οικονομικά ικανό να ταξιδέψει, ενώ παράλληλα, πρέπει στο ταξίδι να συνοδεύονται από υγιή άτομα. Στις περιπτώσεις των οικογενειών με ανάπηρα μέλη ταξιδεύουν μόνο όταν υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης. Έτσι ο αριθμός των ατόμων που ζητούν προσβάσιμα προϊόντα και υπηρεσίες στην τουριστική αγορά είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου ανάπηροι δεν ταξιδεύουν λόγω των υπερβολικά πολλά εμπόδια κατά μήκος της αλυσίδας των τουριστικών υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, ο επανασχεδιασμός των τουριστικών εγκαταστάσεων και υπηρεσιών σε αυτή την αυξανόμενη ομάδα τουριστών θα δημιουργούσε τις ευκαιρίες και τα πλεονεκτήματα του ανταγωνισμού καθώς και της απασχόλησης. Η προσβασιμότητα είναι ένα σημαντικό οικονομικό στοιχείο και μπορεί να αποτελέσει πραγματικό "οικονομικό επιχείρημα". Ένας άμεσος κι εύκολος τρόπος για τη βελτίωση της πρόσβασης των τουριστών με ειδικές ανάγκες είναι η παροχή πληροφοριών για τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις του τουρισμού που μπορούν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες τους.
Έχει εξαιρετική σημασία για την αυτοδιοικητική αρχή να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος της μονόπλευρης τουριστικής ανάπτυξης που θα οδηγήσει σε μαρασμό κι εγκατάλειψη άλλους πιθανούς κλάδους ανάπτυξης της τοπικής οικονομίας, όπως οι διατροφικές παραδοσιακές βιοτεχνίες και η τοπική οικοτεχνία. Μέσα από το σχεδιασμό στον οποία θα συμμετέχει όλη η κοινότητα μπορεί εύκολα να βρεθεί η λειτουργική σύνδεση του εναλλακτικού τουρισμού με την υπόλοιπη οικονομία της περιοχής. Έχει, εξάλλου, αποδειχθεί ότι η συμμετοχή μιας ολόκληρης κοινότητας σε αυτή την κατεύθυνση και με τούτο το πνεύμα μπορεί να επιταχύνει την αναπτυξιακή πορεία της περιοχής και να μεταδώσει όλη την απαραίτητη εμπειρία και τεχνογνωσία.
Πολλές τοπικές αρχές και πολλοί μικρομεσαίοι επιχειρηματίες υπερεκτιμούν τις δυνατότητές τους, όπως και αυτές της κοινότητας. Η σιγουριά της επιτυχίας και η επιπολαιότητα της επένδυσης σε συνδυασμό με την επιθυμία για γρήγορο κέρδος αποδεικνύονται οι χειρότεροι σύμβουλοι τόσο για την τοπική οικονομία όσο και για το φυσικό περιβάλλον. Εφόσον έχουν προσδιοριστεί με σαφήνεια τα όρια και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός τουριστικού προορισμού και υπάρχει η βούληση για ανάπτυξη συγκεκριμένων μορφών τουρισμού θα πρέπει να καταστρωθεί ένα σχέδιο στρατηγικής marketing. Η διαχείρισή του πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ανάπτυξης των επιλεγμένων μορφών τουρισμού.
Δεν είναι όμως λίγες οι φορές που -ως συνειδητή πολιτική επιλογή στο όνομα της ανάπτυξης ή μέσα στον αναλφαβητισμό και την αδυναμία τους να δουν το μέλλον- δήμοι έχουν αποδεχτεί με μεγάλη χαρά την οικοδόμηση ξενοδοχειακών μονάδων πάνω στην ακτογραμμή, δίπλα σε αρχαιολογικά μνημεία ή μέσα σε δάση αλλοιώνοντας για πάντα τη φυσιογνωμία του τοπίου. Και, βέβαια, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ούτε την καταστροφή που συντελείται από τη χρήση των εγκαταστάσεων. Ξεχνάνε όμως ότι ο τουρίστας αυτοεκπληρώνεται μέσα από την απόλαυση και την ψυχαγωγία με την οποία η τουριστική του ματιά διαμορφώνει ή καταναλώνει τουριστικά τοπία ιδανικά, ρομαντικά και τοπία ψευδαισθήσεων και έκστασης.
Και δίπλα σε αυτά είναι φανερή η ανάγκη της ανάπτυξης μιας υγιούς τουριστικής παιδείας. Η πρόταση δεν αναφέρεται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά σε μία δια βίου κατάρτιση των εργαζομένων -εποχιακών και μονίμων- στον τουριστικό τομέα. Μία εκπαίδευση που θα δίνει βάσεις γνωστικής ανατροφοδότησης στους εργαζόμενους, αλλά και σε άνεργους που θέλουν να προσανατολιστούν στον τουριστικό κλάδο· εκπαιδευτικοί κύκλοι με προσανατολισμό στις σύγχρονες απαιτήσεις εξυπηρέτησης των επισκεπτών -είτε μαζικά είτε μεμονωμένα- ή στις περιηγήσεις σε περιοχές φυσικού κάλλους ή ακόμα και στον κατασκευαστικό κλάδο ώστε να συλλειτουργούν οι ξενοδοχειακές μονάδες με το φυσικό περιβάλλον αρμονικά. Η στήριξη προγραμμάτων γλωσσομάθειας είναι μία πάγια πρόταση για τουριστικούς προορισμούς.
Μα, η οικονομία της υπαίθρου δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο σε τέτοιες εξωαγροτικές δραστηριότητες. Γιατί πώς μπορούμε, άραγε, να μιλάμε για προστασία δασών και άλλων φυσικών μνημείων, όταν η τσιμεντοποίηση φτάνει μέχρι εκεί στο όνομα της ανάπτυξης και του τουρισμού; Στο νεοφιλελεύθερο πνεύμα, ο τουρισμός αντιμετωπίζεται ως μια δραστηριότητα που σχετίζεται μόνο με κατασκευές και έργα και μάλιστα φαίνεται να ευνοεί την ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα τουριστικών επενδύσεων.

ShareThis