Η τοπική οικονομία θα μπορούσε να βρει σημαντικό στήριγμα και στην ανάπτυξη των τοπικών προϊόντων. Ειδικά, στην ύπαιθρο αυτό θα είχε ιδιαίτερα σημαντική λειτουργία σε βάρος της εσωτερικής μετανάστευσης. Θα μπορούσε να προσφέρει σημαντικά κίνητρα σε νέους, επαγγελματίες και γυναίκες ανεβάζοντας το βιωτικό επίπεδο της κοινότητας. Ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των Επαγγελματικών Οργανώσεων και των Πολιτιστικών Φορέων κάθε περιοχής είναι καθοριστικός για τη χάραξη πολιτικών στήριξης των εκλεκτών τοπικών προϊόντων μιας περιοχής. Η συγκρότηση ενός τοπικού αναπτυξιακού φόρουμ είναι το πρώτο ουσιαστικό βήμα που πρέπει να επιχειρηθεί[1]. Αξίζει να θυμίσουμε πάντως ότι και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών θεωρεί από το 1996 τα τοπικά προϊόντα ατού των περιφερειών αναγκαίο και εφόδιο σε εποχή παγκοσμιοποίησης του εμπορίου.
Ουσιαστικά όμως μέχρι σήμερα η παραγωγή των τοπικών προϊόντων εντάσσεται στον άτυπο τομέα της οικονομικής δραστηριότητας[2]. Ο άτυπος τομέας μικρής κλίμακας σε συγκεκριμένες περιοχές κάποιων ανεπτυγμένων χωρών έχει δείξει την ικανότητα να διατηρεί την ανάπτυξή της και να παράγει υψηλά εισοδήματα[3].
Σε όλη τη Μεσόγειο και ιδιαίτερα στις απομονωμένες περιοχές απαντάται ένα πλούσιο απόθεμα παραδοσιακών τεχνογνωσιών που έσβησαν είτε λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας είτε απαξιώθηκαν ως μη αποτελεσματικές μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο και ταχύτατα κινούμενο μετανεωτερικό σύστημα αγοράς. Αυτές όμως οι τεχνογνωσίες αποτελούν και ένα ξεχωριστό απόσταγμα κοινοτικών εμπειριών που συνδέονται άμεσα με την αειφορικότητα της τοπικής οικονομίας, τις ιστορικές ιδιαιτερότητες και το γεωγραφικό ανάγλυφο. Οι αγροτικές τεχνολογίες επιβίωσης είναι χειροποίητα αντικείμενα και πρακτικές που ενσωματώνουν και διατυπώνουν ταυτόχρονα έναν υλικό πολιτισμό επιβίωσης, όπως αλληλεπιδρούν με το τοπικό φυσικό και κοινοτικό περιβάλλον[4].
Ας σημειώσουμε όμως ότι τα προϊόντα αυτά δεν έχουν μόνο στόχο την κάλυψη των τουριστικών αναγκών. Τα αγαθά τούτα μπορούν να στοχεύσουν και στο καταναλωτικό κοινό της ίδιας της περιοχής τους και στην αναζήτηση εμπορικών οδών προς τα αστικά κέντρα. Στην ελληνική αγορά η παραγωγή τοπικών προϊόντων -και ιδιαίτερα αγαθών διατροφής που συνδέονται με την ελληνική κουζίνα- έχει ισχυρή θέση. Τα τοπικά αγαθά γίνονται όλο και πιο αγαπητά τόσο για λόγους επανασύνδεσης του αστικού πληθυσμού με τον τόπο καταγωγής όσο και με την παράδοση. Εξάλλου, πολλά τοπικά προϊόντα ταυτίζονται ή διακρίνονται και επιλέγονται από τους καταναλωτές βάσει της γεωγραφικής τους προέλευσης[5]. Συχνά, μάλιστα, αποτελούν και μία συνειδητή αντίδραση απέναντι στην εκβιομηχανισμένη μαζική παραγωγή.
Έτσι, με τη συνεργασία των τοπικών φορέων και συντονιστή τη δημοτική αρχή, η τοπική οικονομία θα στηριχτεί στις ανάγκες της κοινότητας πρωτίστως και δευτερευόντως στην κεντρικά σχεδιασμένη κατεύθυνση -που σπάνια είναι η καλύτερη και συχνότερα προωθεί τυφλές συνολικές δημοκρατικές πολιτικές μακριά από τους αγροτικούς πληθυσμούς. Χρειάζονται όμως πολλές μικρές δράσεις. Δράσεις μεγάλης κλίμακας και εκ των πραγμάτων λίγες αριθμητικά έχουν αμφίβολο αποτέλεσμα και δεν καλύπτουν τις ανάγκες όλου του οικονομικού φάσματος. Αντίθετα, οι πολλές μικρές δράσεις επιτρέπουν ευκολότερα την αξιολόγηση και την αναπροσαρμογή με βάση τα πορίσματα αυτής.
Γενικά πάντως οι επιχειρησιακές μορφές στις αγροτικές περιοχές πρέπει να αναπτύξουν εσωτερικά τις υποδομές, προκειμένου να γίνουν αυτές τα κέντρα ανάπτυξης της απασχόλησης[6]. Από έρευνα[7] έχει φανεί ότι οι επιχειρήσεις παραγωγής τέτοιων προϊόντων εκ των πραγμάτων είναι υποχρεωμένες να αγοράζουν τις πρώτες ύλες από την περιοχή επένδυσης, ενώ η τοπική κοινότητα είναι εκείνη που καλύπτει στο μέγιστο ποσοστό τις θέσεις εργασίας. Ακόμα και οι ίδιοι οι επιχειρηματίες είναι φυσικό να δένονται με την περιοχή, καθώς αυτή συνδέεται άμεσα με τα συμφέροντά τους. Ας προσθέσουμε ακόμη ότι τα τοπικά προϊόντα εμπλέκονται στις διαδικασίες τοπικής ανάπτυξης με διάφορους τρόπους, καθώς συνεισφέρουν στη δημιουργία "ταυτότητας" μιας περιοχής, δημιουργώντας δεσμούς μεταξύ των προϊόντων, του τοπίου και του πολιτισμού μιας περιοχής, διατηρώντας έτσι την κληρονομιά[8]. Επιπλέον, σε μια σειρά μελετών, το μικρομεσαίο μέγεθος των επιχειρήσεων αποτέλεσε πλεονέκτημα για την ευέλικτη εξειδίκευση και την ενδογενή ανάπτυξη στα τοπικά δίκτυα παραγωγής ισχυροποιώντας τον κοινωνικό ιστό.
Παράλληλα, διάφορες άλλες μελέτες[9] έχουν αποδείξει πως οι έντονα δικτυωμένες μικρομεσαίες επιχειρήσεις όχι μόνο εμφανίζονται ισχυρότερες από άλλες ανάλογου μεγέθους, αλλά εισχωρούν και σε ξένες αγορές και είναι συχνά και πιο καινοτόμες. Η κάθετη και η οριζόντια συγκρότηση δικτύων δε θα μπορούν παρά να είναι πρωτίστως εντός της ακτίνας της τοπικής, νομαρχιακής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης[10]. Αυτά τα δίκτυα είναι ουσιαστικά το κληροδότημα και η επένδυση για τη νέα γενιά και ένα ισχυρό μέσο για την αποφυγή της μετανάστευσης.
Ουσιαστικά, η προώθηση παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών χαμηλής ελαστικότητας ζήτησης, υψηλής ποιότητας και προστιθέμενης αξίας, που ενσωματώνουν χαρακτηριστικά στοιχεία της περιοχής και όχι προϊόντων μαζικής παραγωγής, τα οποία δεν θα κατορθώσουν να είναι ανταγωνιστικά στην ευρύτερη αγορά, είναι η βασική αρχή που πρέπει να χαρακτηρίζει τη στρατηγική ανάπτυξης των λιγότερο ευνοημένων περιοχών[11].
Διαβάστε ακόμα προτάσεις για τη βιώσιμη ανάπτυξη της υπαίθρου και τη διατήρηση του πληθυσμού στην ύπαιθρο και προσέλκυση νέου και για τον πολιτισμό και την εκπαίδευση ως μοχλούς ανάπτυξης μιας αειφορικής οικονομίας.
Διαβάστε ακόμα προτάσεις για τη βιώσιμη ανάπτυξη της υπαίθρου και τη διατήρηση του πληθυσμού στην ύπαιθρο και προσέλκυση νέου και για τον πολιτισμό και την εκπαίδευση ως μοχλούς ανάπτυξης μιας αειφορικής οικονομίας.
[1] Γ. Α. Δαουτόπουλος, ό.π., σελ. 48.
[2] Στον αγροτικό χώρο ο άτυπος τομέας της εργασίας περιλαμβάνει για παράδειγμα την παρασκευή τοπικών προϊόντων και τη διακίνησή τους σε μια αγορά περιορισμένης κλίμακας (τοπικά) συνεισφέροντας κατά ένα ποσοστό στο οικογενειακό εισόδημα. Στην ίδια λογική ως άτυπη εργασία εκλαμβάνονται και οι συμπληρωματικές ασχολίες με την κτηνοτροφία ή την αλιεία, όταν τα αγαθά διατίθενται εκτός οικογένειας (άρα υπάρχει ένας ελάχιστος όγκος-βάρος παραγόμενου προϊόντος πέρα από τον αναγκαίο για οικιακή χρήση). Αυτή η άτυπη εργασία οργανώνεται συνήθως με παραδοσιακές σχέσεις απασχόλησης απέχοντας από την οργανωτική δομή μιας μονάδας παραγωγής και χρησιμοποιώντας τεχνολογία συνήθως ξεπερασμένη.
[3] M. Swaminathan, Κατανοώντας τον "άτυπο τομέα": μια επισκόπηση, Κοινωνική Ανάπτυξη και Κοινοτική Συνοχή, σελ. 92.
[4] Γ. Τσομπάνογλου, Μικροδανεισμός – ο ρόλος των ΜΚΟ για την αγροτουριστική ανάπτυξη, Κοινωνική Ανάπτυξη και Κοινοτική Συνοχή, σελ. 464.
[5] βλ. και Θ. Ανθοπούλου, Τοπικές Τεχνογνωσίες, καινοτομία και ανάπτυξη της υπαίθρου, η ελαιουργία στη Λέσβο και η μεταξουργία στο Σουφλί, Στρατηγικές ανάπτυξης σε λιγότερο ευνοημένες περιοχές, σελ. 207-208.
[6] Γ. Τσομπάνογλου, ό.π., σελ. 467.
[7] Έρευνα πεδίου στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος της ΕΕ "The future of Europe’s rural periphery. The role of entrepreneurship in responding to employment problems and social Marginalization".
[8] Αθ. Κίζος, Χρ. Βακουφάρης, Μ Κουλούρη, Ι. Σπιλάνης, Τοπικά προϊόντα και βιώσιμη τοπική ανάπτυξη, Στρατηγικές ανάπτυξης σε λιγότερο ευνοημένες περιοχές, σελ. 152-153.
[9] K.E. Dicson and A. Hadjimanolis, Innovation and networking amongst small manufacturing firms in Cyprus, International Journal of Entrepreneurial Behaviour and Research, 1998, Vol. 4, 1, 0 5-17, P-A Havnes and K. Senneseth, A panel study of firm growth among SMEs in networks, Small Business Economics, 2001, Vol. 16, p. 293-302, M. Freel, External linkages and product innovation in small manufacturing firms, Entrepreneurship and Regional Development, 2000, Vol. 12, p 245-266, R. Johnsen and T. Johnsen, International market development through networks, International Journal of Entrepreneurial Behaviour and Research, 1999, Vol 5. 6, p. 297-312.
[10] Λ. Λουλούδης, Γ. Βλάχος, Στ. Χριστόπουλος, ό.π., σελ. 261.
[11] Ιω. Σπιλάνης, Θ. Ιωσηφίδης, Αθ. Κίζος, ό.π., σελ. 32.
0 έκριναν :
Δημοσίευση σχολίου