βιώσιμη ανάπτυξη της υπαίθρου


Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνέταξε διάφορα προγράμματα για τις λιγότερο ευνοημένες περιοχές στο όραμα της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας[1]. Το 82% της χρησιμοποιούμενης γεωργικής γης εντάσσεται στο καθεστώς των Λιγότερο Ευνοημένων Περιοχών από το 1996[2] με αποζημιώσεις και άλλων μορφών οικονομικής στήριξης. Ωστόσο, οι ενισχύσεις ενώ εντατικοποίησαν την αγροτική δραστηριότητα, επί της ουσίας δεν έθεσαν σε αναπτυξιακή τροχιά την ελληνική ύπαιθρο. Τα εισοδήματα -δεδομένης και την νεοφιλελεύθερης επίθεσης- μειώνονται και ο πληθυσμός αποψιλώνεται. Ακόμα και το LEADER II ενώ είχε αρχικά ευρεία αποδοχή τελικά δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, ενώ σε πολλές περιοχές οδήγησε σε μία μονοδιάστατη ανάπτυξη του τουρισμού και μάλιστα με ευκαιριακές επενδύσεις.
Έτσι, η Αυτοδιοίκηση της υπαίθρου έχει να αντιμετωπίσει και τα προβλήματα που τελικά έφερε μαζί της η ανάπτυξη, που σχεδιαζόταν από γραφεία στην Αθήνα ή τις Βρυξέλλες. Καθώς όμως αυτή η ανάπτυξη δεν είναι μία ομοιόμορφη πορεία εφαρμόσιμη σε κάθε κοινωνία ανεξάρτητη από το κοινωνικό και πολιτισμικό της σύστημα, από το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον[3], ήταν λογικό επακόλουθο να φέρει σημαντικά μειονεκτήματα ειδικά απέναντι στο φυσικό περιβάλλον και το μέλλον των νεότερων κατοίκων, στρέφοντάς τους σε αστικά κέντρα σε μια απέλπιδα προσπάθεια επιβίωσης. Οι ασκούμενες πολιτικές δε λαμβάνουν υπόψη τα ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά και δεν έχουν συχνά καμία συμβατότητα με την οικονομική και κοινωνική συνοχή της υπαίθρου[4].
Η κεντρικά σχεδιασμένη αυτή ανάπτυξη όμως δε λάμβανε υπόψη της την αειφορική οικονομία που παραδοσιακά κυριαρχούσε στην ελληνική ύπαιθρο και εξασφάλιζε παρούσες και μελλοντικές γενιές. Και στόχος της σύγχρονης αειφορικής ανάπτυξης δεν είναι παρά η σωστή διαχείριση των φυσικών πόρων μιας περιοχής. Συνδέεται άμεσα με το περιβάλλον, την κάλυψη των μελλοντικών γενεών, τη διασφάλιση της ποιότητας ζωής μέσα από σφαιρική εξέταση των δράσεων και ενεργειών που επηρεάζουν το περιβάλλον. Όπως εξάλλου τονίζει και η ΚΕΔΚΕ[5] 6 χρόνια μετά τη σύσταση των Φορέων Διαχείρισης, οι φορείς αυτοί, στην καλύτερη των περιπτώσεων υπολειτουργούν, δεν έχουν στελεχωθεί, δεν έχουν οργανωθεί και δεν ασκούν καμία σχεδόν αρμοδιότητα ελεγκτικού ή παρεμβατικού χαρακτήρα.
Και μέσα από ένα πνεύμα κινηματικό, όμως, η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί να συμβάλλει και στην ανάπτυξη νέων συνεταιριστικών μονάδων επενδυτικής -κι όχι διαχειριστικής- λογικής. Τοπικές αγροτικές ενώσεις θα μπορούσαν να συντονίσουν αειφορικά και την ίδια την αγροτική παραγωγή, αλλά κυρίως κατανοώντας καλύτερα από όλους τις ανάγκες των κατοίκων να προωθήσουν μικρές επενδύσεις προς όφελος της περιοχής τους. Η οικεία αυτοδιοικητική αρχή -αφού απαλλαγεί από το βραχνά του κεντρικού ελέγχου- με ωριμότητα θα πρέπει να στηρίξει τέτοιες προσπάθειες τόσο με στελεχιακό δυναμικό όσο και οργανωτικά. Η ίδια η συμμετοχή των αγροτών, από την άλλη, θα αυξάνεται ανάλογα με την ποιότητα των δράσεων και θα εξασφαλίζει την επιβίωση του συνεταιρισμού και την ουσιαστική λειτουργία του. Ωστόσο, συχνά τέτοιες προσπάθειες σταματούν πριν ακόμα ξεκινήσουν είτε από το φόβο αιρετών για ένα νέο πολιτικό φορέα που γεννιέται είτε από τις υπάρχουσες απαρχαιωμένες και καταχρεωμένες ενώσεις[6].
Ακολούθως η μονοδιάστατη καλλιέργεια του τουρισμού, που τόσα δεινά έφερε στο περιβάλλον, θα συμπληρωθεί από μία αειφορική πολύπλευρη ανάπτυξη. Δίπλα στις ξενοδοχειακές μονάδες -που συχνά αλλοιώνουν ανεπανόρθωτα το περιβάλλον- θα αναπτυχθεί μία άλλη μικρή οικονομική δραστηριότητα που θα σέβεται τη φύση και δε θα την καταστρέφει. Η κινηματική λογική είναι σε θέση να παραβλέψει φυσικά ή τεχνητά εμπόδια, αφού ως μοχλό έχει τη συμμετοχή των πολιτών και την ουσιαστική λειτουργία των τοπικών φορέων και τον εκδημοκρατισμό της αυτοδιοικητικής πολιτικής.
Από την άλλη, με λύπη μας παρατηρούμε τις τοπικές κοινωνίες και -ακόμα χειρότερα- τις δημοτικές αρχές να αποδέχονται τη λαθροθηρία, αυτή τη δράση που υποβιβάζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την έννοια του αθλητισμού στη χαρωπή δολοφονία με πυροβόλο όπλο μεγάλου βεληνεκούς· μία οπλοχρησία που απλά εκφράζει τη δειλία και την αδυναμία του κυνηγού να πλησιάσει αρκετά το θήραμά του. Πώς μπορούμε να μιλήσουμε για περιβαλλοντική δράση και προστασία της φύσης όταν αποδεχόμαστε το ίδιο το κυνήγι;
Η ανάπτυξη λοιπόν δεν μπορεί να σχεδιάζεται μακριά από την τοπική κοινότητα, μέσα σε απομονωμένα από την ύπαιθρο γραφεία εκφράζοντας τις επιθυμίες των εμπνευστών τους που δεν έχουν την παραμικρή επαφή με τα προβλήματα της αγροτικής ή νησιωτικής υπαίθρου. Τέτοιες πολιτικές είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, ειδικά όταν δε λαμβάνουν υπόψη τη συμμετοχή των ίδιων των αγροτών. Η κινηματική αυτοδιοικητική αρχή είναι αντίθετα εκείνος ο πολιτικός φορέας που μπορεί να συντονίσει και να επεξεργαστεί ειδικές πολιτικές κατευθύνσεις για κάθε περιοχή, γνωρίζοντας τις ιδιαιτερότητές της και είναι η μόνη που μπορεί να καλλιεργήσει την αειφορική συνείδηση στους δημότες της.
Η ίδια η αειφορική συνείδηση σχετίζεται με κάθε οικονομική δραστηριότητα. Συνδέεται με την κατασπατάληση των υδάτινων πόρων -ειδικά σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές- για την άρδευση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων καταστρέφοντας το τοπικό μέλλον· συνδέεται με την υπερβόσκηση χωρίς έλεγχο για τη δυναμική της γης, με τις χωματερές, τις μονοκαλλιέργειες. Η βιώσιμη ανάπτυξη της υπαίθρου συνδέεται με την ενημέρωση για τις συνέπειες της αλόγιστης χρήσης λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων και τον έλεγχο των αγρών και του υδροφόρου ορίζοντα της περιοχής.
Σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό για το Βιολογικό Έλεγχο των βλαβερών ζώων είναι αναγκαία η υιοθέτηση μεθόδων παραγωγής προϊόντος υψηλής ποιότητας με προτεραιότητα σε ασφαλείς οικολογικές μεθόδους, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις ανεπιθύμητες ενέργειες από τη χρήση φυτοφαρμάκων, προάγοντας έτσι την ασφάλεια του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας. Οι στόχοι Προγραμμάτων Ολοκληρωμένης Διαχείρισης Παραγωγής προϊόντων είναι η αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των προβλημάτων της φυτικής παραγωγής, η ελαχιστοποίηση των ανεπιθύμητων γεωργικών επιδράσεων στα καλλιεργούμενα φυτά, τον άνθρωπο και το περιβάλλον, η μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας από τη συνδυασμένη εφαρμογή διαφόρων καλλιεργητικών μέτρων και μεθόδων παραγωγής γεωργικών προϊόντων.
Οι εντατικές μέθοδοι γεωργικής παραγωγής της συμβατικής γεωργίας που συνέτειναν στην αύξηση της παραγωγής ανά στρέμμα, φέρονται σήμερα, μεταξύ άλλων παραγόντων, ότι συνέβαλαν στη ρύπανση του νερού, του εδάφους και του υπεδάφους, της ατμόσφαιρας, των τροφίμων, στην εξαφάνιση ειδών χλωρίδας και πανίδας, καθώς και στην καταστροφή του φυσικού τοπίου[7].
Χωρίς να αφορά άμεσα την Τοπική Αυτοδιοίκηση, κι εμείς κρίνουμε να αναγκαίο να συμφωνήσουμε με την πρόταση για ένα καινούριο κωδικό CO2code, στην προσπάθεια μείωσης των αγροτικών εκπομπών. Κάθε προϊόν θα πρέπει να συνοδεύεται με ένα, ο οποίος θα ενημερώνει τους καταναλωτές για το CO2[8]. που εκλύθηκε στην ατμόσφαιρα κατά την παραγωγή του, αλλά και για τα μέτρα που παίρνει η εταιρεία για την αντιστάθμιση των ρύπων. Έτσι, όποιος αγοράζει ένα προϊόν με αυτό τον κωδικό, θα μπορεί στη συνέχεια να τον εισάγει σε συγκεκριμένη διαδικτυακή ιστοσελίδα και να μαθαίνει τα πάντα γύρω από ενεργειακό αποτύπωμα του προϊόντος



[1] Με την οδηγία 75/268 της ΕΟΚ και αργότερα με τους Κανονισμού της ΕΕ 950/97 και 1257/99 έγινε η καθιέρωση των Λιγότερο Ευνοημένων Περιοχών (LFA’s). Παράλληλα, ο ίδιος ο Κανονισμός Αγροτικής Ανάπτυξης αντανακλά την ανάγκη σχεδιασμού και προώθησης των κατάλληλων μεθόδων γεωργικής παραγωγής. Δίπλα σε αυτά υπάρχουν πολλά ακόμα μέτρα χρηματοδότησης επιδοτήσεων, κατοχύρωσης Ονομασίας Προέλευσης και Γεωγραφικής Ένδειξης.
[2] βλ. Απ. Παπαδόπουλου, Κ. Λιαρίκου, Προς ποια αγροτική ανάπτυξη των Λιγότερο Ευνοημένων Περιοχών στην Ελλάδα; Στρατηγικές ανάπτυξης σε λιγότερο ευνοημένες περιοχές, σελ. 76.
[3] Γ. Α. Δαουτόπουλος, Αειφορική Ανάπτυξη της Ελληνικής Υπαίθρου, εκδ. Ζυγός, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 30.
[4] Απ. Παπαδόπουλος, Κ. Λιαρίκος, ό.π., σελ.103.
[5] ΚΕΔΚΕ, Απόφαση ετήσιου συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 2008.
[6] Και αν σε κάποιους τούτο φαίνεται διασπαστικό, ας απαντήσουν με όρους κινήματος τι έπραξαν οι ίδιοι για την έξοδο των συνεταιριστικών ενώσεων από το τέλμα.
[7] Δ. Προφήτου, Κ. Αθανασιάδης,  Βιολογική Γεωργία και Περιβάλλον: Η περίπτωση της βιολογικής καλλιέργειας της ελιάς, Επιπτώσεις στη δημόσια υγεία και κοινωνικό κόστος της σωματιδιακής και φωτοχημικής αέριας ρύπανσης στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, πρακτικά 3ου πανελλήνιου συνεδρίου Κλιματική Αλλαγή, Βιώσιμη Ανάπτυξη..., ό.π., σελ.  131-141.
[8] Α. Μαμώλος, Σ. Τσιούρης, Επιπτώσεις κλιματικών αλλαγών στη γεωργία και προτάσεις αντιμετώπισής τους, πρακτικά 3ου πανελλήνιου συνεδρίου Κλιματική Αλλαγή, Βιώσιμη Ανάπτυξη..., ό.π., σελ. 125.

ShareThis