Μανόλης Αναγνωστάκης, ο εξομολόγος της αριστεράς

γράφτηκε για τοβιβλίο.net
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης θεωρείται ως η πλέον εμβληματική φυσιογνωμία της ποιητικής αριστεράς και ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς ποιητές. Άφησε πίσω του λίγα ποιήματα και λιγοστά κείμενα. Αν και η καλλιτεχνική του σιωπή ήρθε εκούσια πολύ νωρίς, πριν ακόμα προλάβει να ακολουθήσει φθίνουσα πορεία, κυριάρχησε στη συνείδηση της γενιάς του και κατάφερε όσο λίγοι να εκφράσουν τον σύγχρονό τους κόσμο. Η αμεσότητά του, η κοινή εμπειρική διάσταση των στίχων του, η ευστοχία στη διατύπωση και η απέριττη γραφή του βοήθησαν στην εποχή του να αναγνωρίσει το δικό της τέκνο.
Ήταν ο ποιητής της μελαγχολίας που εξέφρασε ολόκληρες γενιές. Ποιητής της μοναξιάς, ένα νέο για ένα νέο είδος μοναξιάς, τη συλλογική μοναξιά, τη "φοβερή ερημία του πλήθους". Είναι η απόσταση από τα κέντρα εξουσίας. Ένα βαθύ -και τόσο επίκαιρο- πολιτικό μήνυμα, που αποδόθηκε τόσο δημιουργικά, με έναν ιδιότυπο λυρισμό χωρίς να υποκύπτει το ποιητικό στο πολιτικό. Η κοινωνική απογοήτευση βρίσκεται ακόμη στη ρομαντική της περίοδο.
Αυτό που διακρίνει τον Αναγνωστάκη από άλλους ποιητές είναι ότι κατάφερε συνθέτοντας -υπό την υψηλή αισθητική του αντίληψη- να εμφιλοχωρήσουν στοιχεία της πολιτικής του συνείδησης χωρίς αυτό να καταλήξει ποιητική ρητορεία. Ο ίδιος, άλλωστε, δήλωνε ότι «ο λογοτέχνης δεν έχει, ή δεν πρέπει να έχει, καμιά δέσμευση ή υποχρέωση ή οφειλή. Καμιά οδηγητική αρχή δεν μπορεί να επηρεάσει γόνιμα τη δημιουργική δουλειά. Αρνούμαστε την ταύτιση ιδεολογίας και έργου τέχνης». Απελευθερωμένος από την ποιητική ρητορεία παραδόθηκε στο λογοτεχνικό ακτιβισμό με οδηγό την κοινωνική του ευαισθησία, αλλά ξεπερνώντας τις δυσλειτουργίες που η σύζευξη αυτή γεννούσε. Αρνήθηκε τον τίτλο του οιητή της Αριστεράς" και απέφυγε το έπος και το θρήνο προς όφελος των υπαρξιακών κοινωνικών αγωνιών και του λυρισμού.

η υπαρξιακή διάσταση της ποίησής του
Ο Αναγνωστάκης και οι περισσότεροι από τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς “δεν είναι τυχαίο ότι μοιράζονται, πέρα από τις όποιες διαφορές στη γλώσσα, έναν αγωνιώδη μόχθο για το νόημα της ίδιας τους της ύπαρξης, για να καταλήξουν στη διαπίστωση που θα τους απορρυθμίσει: η «ποιητική λειτουργία» είναι τόσο περιθωριακή όσο και αναποτελεσματική”. Όλοι τους διακατέχονται από ένα σύνδρομο δυσφορίας προς τη μεταπολεμική εποχή, μία δυσφορία που εκφράζεται σύμμεικτα ως κοινωνικός προβληματισμός είτε υπό την αριστερή ποιητική εκδοχή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (Πατρίκιος, Αλεξάνδρου, Κατσαρός, Λεοντάρης, Κωσταβάρας, Λειβαδίτης) είτε ως νεοϋπερρεαλιστικές νόρμες (Σαχτούρης).
Η έντονη υπαρξιακή διάσταση της ποίησης του Αναγνωστάκη -ιδίως της ποιητικής παραγωγής του πριν από το Στόχο, που είναι η πλέον πολιτική του ποιητική κατάθεση- έχει τεθεί ως βασικό τμήμα της ποιητικής του παρουσίας σε πολλές μελέτες. Η μη ύπαρξη -ο θάνατος- απασχολεί τον ποιητή από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του στο λογοτεχνικό χώρο. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά; “Ο θάνατος μπαινοβγαίνει διαρκώς σ’ ολόκληρη την ύπαρξή του, μέσα από τις τρύπες που άνοιγαν οι σφαίρες των αποσπασμάτων στα διάτρητα σώματα των συντρόφων του”. Πόλεμος. Κατοχή. Εμφύλιος. Απώλειες φίλων. Η καταδίκη του ίδιου εις θάνατον. Είναι μερικά από τα γεγονότα που συνθέτουν το τοπίο μέσα στο οποίο ξεκινά και εξελίσσεται η πνευματική του δραστηριότητα.
Είναι χαρακτηριστικές οι μεσοπολεμικές επιρροές στην ποίηση του Αναγνωστάκη. Εξάλλου, η μεσοπολεμική ποίηση ήταν κυρίαρχη στη δημιουργική του εποχή. Στην ποιητική του διακρίνονται έντονες οι επιρροές από τον Καρυωτάκη, το Σεφέρη, το Μπωντλαίρ και τον Καβάφη (αν και αγαπημένος του παρέμενε ο ριζοσπαστικός φιλελεύθερος Κάλβος). Από τον Καρυωτάκη υιοθέτησε την έντονη χρήση της σάτιρας και της φάρσας. Εγκατέλειψε την καρυωτακική τάση για εγκατάλειψη και απόγνωση, και προχώρησε σε μια διαλεκτική σύνθεση των αντιθέτων, του ατομικού συναισθήματος και της κοινωνικής απόγνωσης. Παράλληλα, πατά στη σεφερική παράδοση χειραφετημένος από την εθνοκεντρική αντίληψη του νομπελίστα και μεταμορφώνοντάς της σε κοινωνική.
 Στην ποιητική του κυριαρχεί η επίγνωση της δύσης μιας εποχής, η γενικευμένη παρακμή και η παρατεταμένη θλίψη, ο πόνος που δεν απαλύνεται και η αισιοδοξία που μοιάζει συνεχώς να αναβάλλεται. Και μέσα σε όλα αυτά ένα αδιαπραγμάτευτο προσωπικό χρέος: η διεκδίκηση της αξιοπρέπειας.
Κατόρθωσε να αναγάγει το προσωπικό του βίωμα, σε χρονικό της ελληνικής συλλογικής μοίρας μιας περιόδου η οποία άφησε πληγές που δύσκολα επουλώνονται. Περνά τις προσωπικές του εμπειρίες, ιδωμένες υπό το πρίσμα του ηθικού χρέους που αισθάνεται ότι έχει απέναντι στην κοινωνία, γι’ αυτό και προβαλλόμενες κατά τρόπο που να αναδεικνύουν την καθολικότητα των ζητημάτων που θίγει. Παράλληλα, ενώ οι πολιτικές θέσεις του ποιητή ήταν γνωστές και δεδομένες, εντούτοις στον ποιητικό του λόγο δεν παρεισφρέουν στοιχεία πολιτικής κατήχησης καθώς ο ποιητής επιθυμεί να υπηρετήσει το κοινωνικό σύνολο, χωρίς όμως να αντιμετωπίζει την ποίησή του ως μέσο προπαγάνδας.
Η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη δεν είναι απαισιόδοξη. Όσο κι αν οι στίχοι του φτάνουν κάποτε στην απελπισία, στο βάθος του ορίζοντα διακρίνεται ένα φως που μοιάζει περισσότερο με την αναλαμπή της αυγής και λιγότερο με το λυκόφως. Η δύναμη του ποιητικού του έργου, υπερβαίνουσα τις κομματικές ταμπέλες, κατάφερε να εκφράσει την αβεβαιότητα, την αποξένωση, αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης εποχής. Η ποιητική του έχει πολιτικό χαρακτήρα μέσα από μία εξομολογητική διάσταση. Η απαισιοδοξία του όμως δεν έχει την υπαρξιακή διάσταση που βλέπουμε σε άλλους ποιητές. Δε φτάνει ποτέ στην απογοήτευση του Σαχτούρη, ούτε αγγίζει τον εγγονοπουλικό -αμέτοχο- πόνο.
Με τόνο αιχμηρό και διδακτικό, κινούμενος στην κυριολεξία και την ακριβολογία με τη χρήση καθημερινού λεξιλογίου προσεγγίζει την τραγική σοβαρότητα και την έλλειψη ψευδαισθήσεων και οραματισμών. Η γλώσσα του είναι διακριτική και κριτική και σχεδόν πάντα απέριττη. Ξεπέρασε την αποστεωμένη γλωσσική αντίληψη των καλλιτεχνικών προγόνων του και επέλεξε μία γλωσσική διατύπωση δίπλα στην καθημερινή ομιλία, τη λαϊκή συνομιλία, προσδίδοντας καινοφανή στοιχεία προφορικότητας στην ποίηση (κι εδώ εντοπίζεται μία ακόμα ομοιότητα -τηρουμένων των αναλογιών του χρόνου, της γλωσσικής και ποιητικής επεξεργασίας που μεσολαβούν- με τον Καρυωτάκη). Ενώ σύγχρονοί του κατέφυγαν στο συμβολισμό και τα λογοτεχνικά σχήματα, ο Αναγνωστάκης επέλεξε το ιδιότυπο λυρισμό και τη δραματικότητα μέσα από τη λαϊκή γλωσσική εκδοχή.
Ο αναγνωστακικός λυρισμός έχει την ιδιαιτερότητα μέσα από την τραχύτητα των στίχων και των λέξεών του να μην κυριαρχεί συναισθηματικά. Είναι εμφανής, αλλά συναισθηματικά ανενεργός υπό την πίεση της δυναμικής του -υποκρύπτοντος συχνά- νοήματος και του στίχου. Απελευθερωμένος από γλωσσικά σχήματα, είναι δωρικός, τολμηρός γλωσσικά, και πάνω από όλα ξεκάθαρος και διαφανής. Άλλωστε, για τον Αναγνωστάκη η ποίηση είναι η εκφραστική δυνατότητα να εντοπίσεις ρεαλιστικά τον κόσμο. Η ειρωνεία του ξεσκεπάζει το προφανές καμουφλάρισμα της κοινωνίας να μην αποκαλύπτει τις αποτυχίες της χωρίς φανφαρονισμούς και προσπάθειες αυτοπροβολής.
Τα προβλήματα που παρουσιάζει ο Αναγνωστάκης δίνονται στην αντικειμενική τους διάσταση και κατορθώνουν να προκαλέσουν καθαρά και μόνο χάρη στην αλήθεια τους. Με σαφή διάθεση καταγγελίας, καταγράφει τη φρίκη του πολέμου, την ήττα, τα βάσανα της κοινωνίας. Βιώνει την ήττα του εμφυλίου μέσα από τις κακουχίες της φυλάκισης και την αγωνία της εκτέλεσης στηριγμένης στην τύχη. Η ήττα τον φέρνει να αντικρίσει τρυπημένες σάπιες σημαίες. Η σημαία ως εθνικό σύμβολο ή λάβαρο του επαναστατικού αγώνα, βρίσκεται τώρα σαπισμένη, θέλοντας έτσι να δηλώσει την παρακμή και τη διάψευση.
Οι τρυπημένες σάπιες σημαίες μπορούν να ιδωθούν συνολικά και ως μια εικόνα του διαλυμένου ελληνικού κράτους, το οποίο έχει παρακμάσει και κυρίως αδυνατεί να διακρίνει τη δυνατότητα που του προσφέρεται, μέσα από τον αγώνα της αριστεράς, να αλλάξει ουσιαστικά ώστε να γίνει ένας καλύτερος τόπος για τους πολίτες του. Τα ιδανικά του ελληνικού έθνους έχουν σαπίσει, καθώς το κράτος συνεχίζει να επιβάλλει τη θέληση των ισχυρών και αρνείται να λειτουργήσει προς όφελος του λαού.
Από πολλούς κριτικούς χαρακτηρίστηκε ως ο ποιητής της -αριστερής- ήττας ή ως εκφραστής της αριστερής μελαγχολίας για την κατακρήμνιση των ιδεών και τα ερείπια των καιρών. Ωστόσο, η κριτική αυτή (πιστή σε εποχές που αποδίδονταν τίτλοι και ταμπέλες συλλήβδην ως στράτευση) αδυνατεί να εξετάσει τις πολλές ποιητικές πλευρές της ποιητικής χροιάς του Αναγνωστάκη. Αδυνατεί να προσεγγίσει το βάθος της υπαρξιακής αγωνίας και της σατιρικής οπτικής της ποιητικής του δημιουργίας.
Γιατί τελικά συνολικά θεωρημένο το έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη ξεπερνά την αγκύλωση της όποιας στράτευσης του αποδίδεται. Ξεπερνώντας την ξύλινη ποιητική γλώσσα της εποχής του και απογυμνωμένος από εκφραστικά καλούπια στρατεύτηκε στον Άνθρωπο και τις αγωνίες του, στην απογύμνωση της αδικίας, στον έρωτα, την απογοήτευση και την προσμονή.

Δεν είναι ποιητής της ήττας. Είναι ποιητής της υπομονής και της αυτογνωσίας, εκφραστής μιας γενιάς προσανατολισμένης στον Άνθρωπο. Γιατί τελικά ο αναγνωστακικός υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός.

ShareThis