Το ευρωνομισματικό σύστημα μέρος της κρίσης

γράφτηκε για το eklogika.gr
Κρίνοντας το ίδιο το ευρωνομισματικό σύστημα, είμαστε υποχρεωμένοι να σημειώσουμε ότι η νομισματική ένωση ήταν προβληματική από την αρχή, επιτρέποντας στις τράπεζες της Φρανκφούρτης και στο Παρίσι να συσσωρεύσουν πλεονάσματα και στις νοτιοευρωπαϊκές κυβερνήσεις να δανείζονται φτηνά. Η ίδια η κρίση της ΕΕ κατά τον Ερίκ Τουσέν είναι γέννημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η ευρωμεσογειακή περιφέρεια εξαρτημένη από το ασφυκτικό πλαίσιο του ενιαίου νομίσματος ήταν καταδικασμένη να συσσωρεύσει ελλείμματα και χρέη στις αποβιομηχανοποιημένες χώρες και πλεονάσματα στο ισχυρό βιομηχανικό κέντρο. Και τα ελλείμματα ενίσχυαν ακόμη περισσότερο τις εξαρτήσεις λόγω του αδύναμου ενδογενούς χαρακτήρα των νοτιοερυωπαϊκών οικονομικών με χαρακτηριστικότερη περίπτωση την ελληνική.
Χωρίς ισχυρή βιομηχανία, με αστική τάξη που στηρίζονταν κατά αποκλειστικότητ6α στις δημόσιες επενδύσεις ή σε υπηρεσίες και εμπορικές δραστηριότητες, η Ελλάδα βίωση τη δική της ύφεση λόγω της οικονομικής κακοδιαχείρισης. Η χώρα μας έχει τα δικά της «προνόμια», συνέπειες της καθυστερημένης κι ανώμαλης καπιταλιστικής ανάπτυξης, αναπτύχθηκε μια νέα μεγαλοαστική τάξη από τους μαυραγορίτες της Κατοχής, τους ωφελημένους από τον εμφύλιο, τους εκλεκτούς της χούντας, αλλά και από τους αετονύχηδες της Μεταπολίτευσης. Μια αστική και μεγαλοαστική τάξη χυδαία, ματαιόδοξη, επιδειξιομανής, αδίστακτη, διαπλεκόμουνα με κάθε εξουσία. Δημόσια έργα, εξοπλισμοί, χαριστικά δάνεια, φοροαπαλλαγές […] Σήψη και κρίση[1].
Με διαλυμένη την αγροτική οικονομία και αποκλειστική εισαγωγή ακόμη και ενδογενών παραδοσιακών προϊόντων, με μία οικονομία κατά βάση μεσοαστική και μικρής εμβέλειας, δεν ήταν δυνατό να βρεθεί με όρους νεοφιλελευθερισμού ένα ισχυρό αντίβαρο στα ελλείμματα που πολλαπλασίαζε το ενιαίο νόμισμα.
Και αν η ελληνική οικονομία είχε τέτοια χαρακτηριστικά, οι θιασώτες του νομίσματος εθελοτυφλούν μπροστά στις δομικές του αδυναμίες. Γιατί την ίδια στιγμή με την ελληνική κρίση ξεσπούν κρίσεις σε όλες τις χώρες του νότου ενισχυμένων με τοπικές αδυναμίες στις εθνικές οικονομίες. Το ευρωνόμισμα αντί να απορροφά κραδασμούς ουσιαστικά τους μετέτρεπε σε τεκτονισμούς κλυδωνισμούς της ίδιας της Ένωσης.
Βέβαια, το ίδιο το νομισματικό οικοδόμημα ήταν γέννημα νεοφιλελεύθερων οδηγιών και σε καμία περίπτωση δεν αναδείχθηκε για στήριξη μεσοαστών, ακόμα κι αν αυτοί απολάμβαναν μερικά ψίχουλα ή ψήγματα ευμάρειας.
Ωστόσο, στο συγκεκριμένο ερώτημα για τα αίτια του ελληνικού χρέους, δίπλα στην παγκόσμια κρίση και τη δομική λειτουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος πρέπει να προσθέσουμε τη χαμηλή φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου, τους υπέρογκους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, τις άμεσες ενισχύσεις προς την αστική τάξη (στήριξη προβληματικών εταιρειών, Ολυμπιάδα 2004 κλπ) και τη διαφθορά. Το ελλείμματα για χρόνια καλύπτονταν με το φτηνό δανεισμό, κρύβοντας κάτω από τα χαλί τα προβλήματα. Οι ίδιες δε οι τράπεζες συμμετέχοντας στο παιχνίδι του φτηνού δανεισμού και των χωρίς ρίσκων δανεισμό πολιτών με υψηλό επιτόκιο, βρέθηκαν εκτεθειμένες το 2008 (αν και προβλήματα εμφανίζονται αρκετά νωρίτερα) με αποτέλεσμα το κράτος να τις ενισχύει και να βρίσκεται διπλά ελλειμματικό κι εκτεθειμένο.
Σχετικά δε με την επιχειρηματολογία για το «υπέρογκο δημόσιο», ας σημειώσουμε ότι με βάση πανευρωπαϊκές συγκρίσεις η χώρα μας απασχολεί λιγότερους δημόσιους υπαλλήλους με το μερίδιο των μισθών να κινείται στο ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά εξαιρετικά χαμηλότερο το μερίδιο των κοινωνικών δαπανών ανά ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές δαπάνες, οι δαπάνες της εκπαίδευσης ως ποσοστό επί του ΑΕΠ είναι 2,9% (αντί ,2%), οι δαπάνες υγείας είναι 4,4% (αντί 6,4% στην ΕΕ) και οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας 17,2% (έναντι 18,8%). Οι δε μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων καταλαμβάνουν το 11% του ΑΕΠ, όταν στην ΕΕ είναι μέσος όρος 10,8% Ακόμη κι ο ΟΟΣΑ έβρισκε το 2003 ότι η Ελλάδα είχε ελαφρώς λιγότερο δημόσιο προσωπικό από το ευρωπαϊκό μέσο όρο (15,9% προς 16,1%)[2].
Κι εδώ οφείλουμε να θυμίσουμε ότι ήδη από τη δεκαετία του ’60 είχαν επιστρατεύσει το έωλο επιχείρημα του crowing out. Δηλαδή το επιχείρημα ότι το δημόσιο για να καλύψει το εκάστοτε έλλειμμά του, προσφεύγει στην ελεύθερη αγορά χρήματος. Ωστόσο,  οι αιτιάσεις των επικριτών των δημόσιων επενδύσεων και της κοινωνικής πρόνοιας (που βέβαια στηρίζονται σε έναν εκτεταμένο κρατικό οργανισμό ως οικονομικό πυλώνα) δεν είναι ειλικρινείς. Διότι η ιδιωτική οικονομία γνωρίζει ότι το μεγαλύτερος μέρος του δημόσιου χρέους οφείλεται στους τόκους που πληρώνει γι’ αυτό το χρέος το δημόσιο. Αν λοιπόν ήθελε να το μειώσεις, θα μπορούσε να δεχτεί λύσεις μείωσής του[3].
Έτσι, τα αίτια της κρίσης δεν μπορούν να οφείλονται στις "μεγάλες σπατάλες" του κράτους πρόνοιας, του ευρέος δημόσιου τομέα. Το δημόσιο χρέος ουσιαστικά έχει πολύ μικρή σύνδεση με την οικονομική κρίση. Η θεωρία διατείνεται ότι το κράτος υπερχρεώνεται για να συντηρήσει τις μεταπολεμικές προνοιακές κατακτήσεις των λαών. Ωστόσο,  η πρόσφατη κρίση έδειξε ότι η κρίση περισσότερο συνδέεται με τα σχέδια διάσωσης της χρηματοοικονομικής αγοράς που οδήγησε στην ύφεση και λιγότερο με το ίδιο το χρέος. Και τούτο διότι το χρέος δεν προήλθε από την αύξηση των δημόσιων δαπανών, αλλά από τη ραγδαία μείωση των δημόσιων εσόδων, εξαιτίας της υποτονικής ανάπτυξης και της φορολογικής ελάφρυνσης των μεγάλων επιχειρήσεων[4].
Με βάση τη θεωρία ότι τάχα η φοροελάφρυνση ενισχύει την ανάπτυξη και την αύξηση της κατανάλωσης, τα ευρωπαϊκά έθνη μιμούμενα την αμερικανική πολιτική ακολούθησαν συστηματικά πολιτικές μείωσης φόρων. Οι μειώσεις φόρου και ασφαλιστικών εισφορών πολλαπλασιάστηκαν, αλλά τελικά δεν οδήγησαν σε αύξηση παραγωγής παρά μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις, ως εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Τούτη όμως η πολιτική μειώνοντας τα έσοδα ανάγκασε τα κράτη να προσφύγουν σε εξωτερικό δανεισμό για να καλύψουν τα ελλείμματά τους. Η αύξηση του δημόσιου χρέους στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ δεν είναι το αποτέλεσμα επεκτατικής κεϋνσιανής πολιτικής ή σπάταλης κοινωνικής πολιτικής, αλλά μάλλον μιας πολιτικής που ευνοεί τα προνομιούχα στρώματα.
Άλλωστε, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας δεν είναι ανεξάρτητος από τις δημόσιες δαπάνες. Βραχυπρόθεσμα οι σταθερές δημόσιες δαπάνες περιορίζουν το εύρος των υφέσεων ως αυτόματοι σταθεροποιητές ενώ μακροπρόθεσμα οι επενδύσεις και οι δημόσιες δαπάνες (παιδεία υγεία, έρευνα, υποδομές) τονώνουν την ανάπτυξη. Η δε προτεινόμενη μείωση του αριθμού των κρατικών λειτουργών μόνη της όχι μόνο δε μειώνει κανένα έλλειμμα, αλλά αντίθετα γεννά μια στρατιά ανέργων που εργαζόμενοι σε ιδιωτικές επιχειρήσεις θα παράγουν κέρδος για τους ιδιώτες επιχειρηματίες. Το πρόβλημα του δημόσιου δεν είναι η παραγωγικότητά τους, άλλωστε. Το πρόβλημα των νεοφιλελεύθερων επικριτών, είναι το ουσιαστικά το δημόσιο δεν παράγει κέρδος, όπως οι ιδιωτικές επιχειρήσεις.

[1] Ευτύχης Μπιτσάκης, Υπέρ των νέων συνηγορία, Ελευθεροτυπία, 23/12/2008.
[2] Κ. Κιτίδη, Α. Χατζηστεφάνου, Debtocracy, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2011, σελ. 100 κ.ε.
[3] Γιώργος Σταμάτης, Περί Νεοφιλελευθερισμού, εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα 2007.
[4] Στη Γαλλία μία πρόσφατη κοινοβουλευτική μελέτη υπολογίζει σε 100 δισ ευρώ το κόστος της μείωσης φόρων μεταξύ 2000 και 2010, χωρίς να μετρά τις απαλλαγές από την καταβολή εισφορών (άλλα 30 δισ) και τις φορολογικές ελαφρύνσεις.

3 έκριναν :

Ανώνυμος είπε...

ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός είναι κρετινισμός, μια αποδεδειγμένη απάτη.
Άλλωστε δεν υπάρχει πουθενά.

Έχει εφαρμοστεί αλα καρτ, όποτε συμφέρει τα μεγάλα συμφέροντα και τα μεγάλα κράτη κατά το δοκούν.

Η Γαλλία και η Γερμανία, π.χ τις μεγάλες επιχειρήσεις τους "προστατεύουν"

Ασκαρδαμυκτί είπε...

Δείμε-Σπίθα, μήπως είναι καλύτερο ν' ασχολούμαστε με την ευρωμεσογειακή γυναικεία περιφέρεια;

ο δείμος του πολίτη είπε...

Σπίθα, δε διαφωνώ καθόλου σε τούτο. Μία διαχειριστική πρακτική περικοπών και λιτότητας που ως θεωρία έχει ουσιαστικά αποτύχει παντού (για την πράξη ακόμα χειρότερα).

Άσκαρ, μετά από τόση ποίηση πρέπει και λίγο να πολιτικολογήσουμε. Δε νομίζεις;

ShareThis