Βέβαια, μία τέτοια κριτική δεν είναι και τόσο σύγχρονη. Από την αρχαιότητα ακόμη μεγάλοι φιλόσοφοι προσπαθούσαν να αποκρυπτογραφήσουν τη συμπεριφορά και τη γλώσσα των νέων. Ωστόσο, πρόσφατα σχετικά η κριτική τούτη στρέφεται κυρίως κατά της γλώσσας τους κάνοντας λόγο για αφελληνισμό της.
Οι συνήθεις κατηγορίες που τους αποδίδονται είναι ο επερχόμενος θάνατος της γλώσσας μας με τους νεολογισμούς που χρησιμοποιούνται συχνότατα. Φυσικά δεν θα μπορούσε να εκλείπει και η κατηγορία για τις αισχρολογίες που εκλαμβάνονται ως αγένεια από μεγαλύτερους, ενώ πια έχουν καθιερωθεί στο ελληνικό λεξιλόγιο (ειδικά μετά την εξάλειψη του φόβου περί σεξ και όλων των σχετικών με αυτό λέξεων).
Από την άλλη κατηγορούνται ότι χρησιμοποιούν περιορισμένο λεξιλόγιο στην καθημερινή τους επικοινωνία και πως παραμορφώνουν τη γλωσσική δομή με ασυνταξίες ή αναστατώνουν τον «παραγωγικό μηχανισμό» της ελληνικής παραβιάζοντας τους γραμματικούς κανόνες και δημιουργούν νέες λέξεις αλλάζοντας συχνότατα τις σημασίες των υπαρχουσών λέξεων. Επιπρόσθετα, θεωρείται ότι χρησιμοποιούν αγοραίες εκφράσεις και συνήθως αυτές του πεζοδρομίου.
Μία άλλη σχετική κατηγορία είναι ότι δανείζονται αλόγιστα από ξένες γλώσσες και ιδιαίτερα από τα αγγλικά ή τα γαλλικά χρησιμοποιώντας τις ελεύθερα στο γραπτό ή προφορικό λόγο. Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν οι γνωστές εθνοκεντρικές αντιλήψεις περί αναλφαβητισμού, εφόσον οι νέοι δεν είναι σε θέση να εκφράζονται σωστά γραπτώς.
Κάπου εδώ οφείλουμε να δούμε, όμως, και ποιοι είναι τελικά εκείνοι που αποδίδουν τέτοιες κατηγορίες και αν εν τέλει πρόκειται για επιστήμονες ή απλά θυμοσόφους. Πρόκειται, λοιπόν, όπως προαναφέρθηκε για άτομα μεγαλύτερης ηλικίας που έχουν ξεφύγει προ πολλού από τη νεανική. Αναλόγως είναι μίας διαφορετικής κουλτούρας και συχνά απέχουν από τα νεανικά δρώμενα (ακόμη κι αν είναι γονείς μαθητών). Κατ’ αρχήν ας πούμε ότι ξεχνούν πως ανάλογες ήταν και οι κατηγορίες που άκουγαν από τους πρεσβύτερούς τους συν τη σεξουαλική απελευθέρωση που τότε επικρατούσε στην Ελλάδα. Εξάλλου, ανάλογες ήταν και οι παρατηρήσεις του Αριστοτέλη για τη νεολαία της εποχής του (νωθρότητα, διαφορετικό τρόπο επικοινωνίας, πολιτική απάθεια ή υπέρμετρη φιλοδοξία κλπ).
Μέσα στην παραζάλη των ΜΜΕ και δη των ηλεκτρονικών μέσων και τα βιαστικά συμπεράσματα των δημοσιογράφων και ορισμένων φιλολόγων βγαίνουν αβίαστα τέτοια συμπεράσματα. Ωστόσο, οι γλωσσολόγοι –οι ειδικοί επί του θέματος- τονίζουν ότι δεν πρόκειται για ελληνικό φαινόμενο, αλλά για παγκόσμιο. Μάλιστα, αυτοί είναι που υποστηρίζουν άμεσα τη νεολαία, τονίζοντας ότι καμία γλώσσα δε χάθηκε ποτέ λόγο του νεανικού τρόπου επικοινωνίας. Αντίθετα, οι γλώσσες εμπλουτίζονται καθώς μόνο οι νέοι έχουν βιολογικά και κοινωνιολογικά τη δύναμη να παρατηρούν τις κοινωνικές αλλαγές και να τις περιγράφουν.
Εξάλλου, στόχος της γλώσσας είναι η επικοινωνία των μελών μιας συγκεκριμένης κοινωνίας-κοινότητας και ενός συγκεκριμένου τόπου. Εφόσον αυτό επιτυγχάνεται, κανένας δεν έχει δικαίωμα να χαρακτηρίζει τους νέους ότι δε χρησιμοποιούν ορθώς την ελληνική, αλλά χρησιμοποιούν μία εκδοχή της ελληνικής. Εκτός κι αν κάποιος θεωρεί ότι η γλώσσα των νομικών ή των γιατρών ή της ποίησης αποτελούν την επίσημη εκδοχή της ελληνικής. Φυσικά θα επρόκειτο για αστειότητα αλλά αυταπόδεικτα οι προαναφερθείσες επαγγελματικές γλώσσες όπως και όλες οι άλλες κοινωνικές διάλεκτοι εμπλουτίζουν την ελληνική.
Η ίδια η γλώσσα δεν αποτελεί πανάκεια ούτε κάτι στατικό. Ας θυμηθούμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες έγραφαν με ατονικό σύστημα, χωρίς κενά μεταξύ των λέξεων, βουστροφηδόν και κεφαλαιογράμματα. Άρα η πρώτη αλλοίωση επήλθε με τους τόνους και τα πνεύματα ή τα μικρά γράμματα. Και πάλι αστειότητες, επειδή όλα ήταν κοινωνικές και πολιτικές ή πολιτιστικές ανάγκες των εποχών. Αφήστε που τότε δεν υπήρχαν υπολογιστές ή ανελκυστήρες ή οδοντογιατροί, χωρίς να ξεχνάμε τη μουσική προφορά της ελληνικής ή την καθαρά φωνητική της γραφή (σήμερα είναι ιστορική και όχι φωνητική, όπως η σλάβικη π.χ.). Η γλώσσα λοιπόν, αλλάζει και δεν κινείται σε γραμμικό επίπεδο ανάλυσης -όπως αυτή της γραμματικής· παρακολουθεί τις κοινωνικές κι επιστημονικές αλλαγές της ομιλούσας ομάδας. Μια γλώσσα διαμορφώνεται μέσα σε ένα συγκεκριμένο και δομημένο κοινωνικό σύνολο με ομοιογένεια.
Από την άλλη, δεν επιτρέπεται να ξεχνάμε ότι η γλώσσα των νέων έχει έναν καθαρά συνθηματικό χαρακτήρα. Οι νέοι θέλουν να μιλούν έτσι για να μη γίνονται κατανοητοί από τους γύρω τους. Σχετικά με την αλόγιστη χρήση των αλλόγλωσσων λέξεων, το γεγονός ότι την πιο μορφωμένη νεολαία που υπήρξε στην Ελλάδα δε σημαίνει δα και τίποτα. Είναι γνωστό ότι ο κώδικας τούτος είναι από τους πιο σαφείς και αφαιρετικούς, χωρίς περιττολογίες (γι’ αυτό και στην Έκθεση έχουν χαμηλούς βαθμούς).
Και δεν μπορώ να παραδεχτώ τον ψόγο περί άγνοιας των γραμματικών κανόνων. Οι κανόνες είναι γνωστοί, αλλά μέσα στην ανάγκη διάκρισης στη σχολική και ευρύτερη νεανική κοινότητα αδιαφορούν άμεσα. Αλλά ότι υπάρχει κακή γλωσσική εκπαίδευση ή χαμηλοί βαθμοί που επηρεάζουν σε αυτή την κατεύθυνση είναι γεγονός. Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν και οι γνωστοί δημοσιογραφικοί νεολογισμοί και τα μαργαριτάρια τους -που επηρεάζουν όλη την κοινωνία και τη νεολαία- σε συνδυασμό με τους διαλόγους μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, εξαρτώμενοι και τούτοι απ’ το μορφωτικό επίπεδο των γονέων. Εξάλλου, τα ζητήματα ανέλυσαν στο παρελθόν σχετιζόμενα με τη γονική γλώσσα και τη σχολική επίδοση με λεπτομέρειες ο Bernstein και ο Chomsky.
0 έκριναν :
Δημοσίευση σχολίου