Η γλώσσα, η σκέψη και η νοημοσύνη στην ψυχολογία

Γλώσσα και Γλωσσική Κατάρτιση

Οι πρώτοι συμπεριφοριστές θεωρούσαν ότι η σκέψη ήταν ένας υποφωνητικός λόγος· μερικές σκέψεις ωστόσο δεν είναι γλωσσικές και κάποιες ακόμα γνωστικές αναπαραστάσεις δε χρησιμοποιούν τη γλώσσα.

Η υπόθεση της γλωσσικής σχετικότητας (ή σε ακραία μορφή γλωσσικού καθορισμού) υποστηρίζει ότι αν μία ιδέα-έννοια δεν μπορεί να εκφραστεί σε μια γλώσσα, τότε δεν υπάρχει καν για όσους τη μιλούν. Κάθε άτομο εξαρτάται από τη γλώσσα του επειδή σκέφτεται με τις διακρίσεις κωδικοποίησης της γλώσσας του.

Η γλώσσα, το περιβάλλον και ο πολιτισμός εξάλλου αλληλοσυνδέονται και η γλώσσα επηρεάζει σημαντικά το είδος της σκέψης (σε σχέση με τον πολιτισμό). Φάνηκε από πείραμα ότι οι δίγλωσσοι εκφράζουν διαφορετικές έννοιες πιο έντονα και άμεσα εξάρτηση με την κάθε γλώσσα, και στάσεις σύμφωνες με τον κοσμο-πολιτισμό της γλώσσας.

Στην υπόθεση της γλωσσικής στέρησης το άτομο εξαρτά τη σκέψη του από τη γλώσσα και οι μεταβολές στην γλωσσική ικανότητα επιφέρουν μεταβολές στη σύνθετη σκέψη καθιστώντας το λιγότερο ικανό στη σύνθετη διαλογιστική σε σχέση με άτομα που έχουν ευρεία γνώση της ίδιας γλώσσας. Ο Bernstein επίσης διέκρινε τα γενικά νοήματα στα οποία οδηγούν οι επεξεργασμένοι γλωσσικοί κώδικες και τα επιμέρους νοήματα που οδηγούν οι περιορισμένοι γλωσσικοί κώδικες (παρατηρήθηκε στα παιδιά της εργατικής τάξης που είναι γλωσσικά στερημένα και τα προνομιούχα παιδιά που βρίσκουν οικεία τη σχολική γλώσσα και ανταποκρίνονται καλύτερα).

Ο Labov διαφώνησε γιατί θεώρησε ότι αυτό που μετράει είναι η επαρκής επικοινωνία με άλλα άτομα και δεν έχει σημασία ο γλωσσικός κώδικας. Σε μη τυπικά σκηνικά οι ομιλητές Της ανεπίσημης γλώσσας αποδεικνύονται ικανοί και αναλυτικοί (π.χ. τα μαυράκια σε νέγρικα αγγλικά σε μία ελεύθερη συζήτηση με νέγρο ψυχολόγο που μεγάλωσε σε γκέτο, αντί λευκού) και οι κώδικες τούτοι διαθέτουν δική τους γραμματική και συντακτικό με πλούσια νοήματα.

Κοινωνικές πλευρές στη χρήση της γλώσσας

Η γλώσσα σε κάθε περίπτωση επηρεάζει τον τρόπο που μας βλέπουν οι άλλοι (κοινωνικά στερεότυπα, πλεονέκτημα στο σχολείο των προνομιούχων που μιλούν επεξεργασμένους γλωσσικούς κώδικες). Οι διαφοροποιήσεις είναι κατά τον Lyons η προφορά, η διάλεκτος και το ιδιόλεκτο (το προσωπικό ύφος του ομιλητή στις μορφές και τις συνήθειες ομιλίας του και τη γραμματική-συντακτικό). Σε πείραμα που έγινε φάνηκε ότι οι άνθρωποι τείνουν με βάση τη προφορά να διαβαθμίζουν και την εγκυρότητα επιχειρημάτων που ακούνε. Πολλές μορφές της ομιλούμενης γλώσσας χαρακτηρίζουν και την κοινωνική θέση ακόμα στα αγγλικά). Συχνά πάντως υπάρχει διγλωσσία στα πλαίσια της επικοινωνίας για να γίνουμε κατανοητοί, αρεστοί ή από επιρροές.

Σεξισμός στη γλώσσα

Πολλές λέξεις ταυτίζονται μόνο με άνδρες (στα ελληνικά είναι οι αρσενικού γένους, ενώ δείχνουν ιδιότητες ή επαγγέλματα), ενώ συχνά οι γυναίκες είναι στο συντακτικό ως κτήμα και όχι ως κτήτορες (η ελληνική γενική κτητική/καταγωγής ως επώνυμα γυναικών). Η συμβατική χρήση της γλώσσας μεταφέρει αντιλήψεις που επηρεάζουν τις προσφερόμενες δυνατότητες.

Παράδειγμα στην αγγλική αποτελεί η λέξη man που μετά το 17ο αιώνα απέκτησε το νόημα του ανθρώπου αγνοώντας τις γυναίκες ενώ οι συγγραφείς είχαν στο νου τους μόνο τους άνδρες αγνοήθηκαν και από την ανθρώπινη εξέλιξη και η λέξη ταυτίστηκε με το he· ακόμα και οι αναγνώστες στη λέξη man-men ταυτίζουν το υποκείμενο με άνδρες· ακόμα και στη φράση ο man χρειάζεται φαγητό, μαθητές σκέφτονταν μόνο άνδρες και αναλόγως στο political man ή το urban man (=πολιτικός άνδρας, αστός). Επιπλέον, πολλοί γυναικείοι όροι θεωρούνται κατώτεροι ή υποτιμητικοί (π.χ. δημαρχίνα=σύζυγος του δημάρχου, που είναι ουσιαστικό αρσενικού γένους, ενώ το πρώτο μόνο θηλυκού ως ουσιαστικό· δηλ. ο σύζυγος μιας γυναίκας δημάρχου είναι δημαρχίνα και ομοίως βουλευτίνα κλπ).

Πώς θυμόμαστε τη γλώσσα

Έχουμε την τάση να θυμόμαστε το νόημα αυτού που έχει λεχθεί και όχι κατά λέξη. Επίσης, επηρεάζει η προσαρμογή στη μνήμη μας των λεγομένων με την τάση να προσπαθούμε πάντα να βγάλουμε κάποιο νόημα κοντά στα υπάρχοντα σχήματα (χρησιμοποιείται ως τεχνική στις διαφημίσεις).

Δεξιότητες ανάγνωσης

Σήμερα δίνουμε έμφαση στο πλαίσιο αναφοράς και τους γνωστικούς παράγοντες. Η αναγνώριση λέξεων συχνά ξεπερνά τα προβλήματα κακού γραφικού χαρακτήρα, αναγραμματισμών ή τις ανορθογραφίες. Δίνουμε έμφαση στη σημασία αναζητώντας το γενικό νόημα (γνωστική ψυχολογία). Σε πείραμα φάνηκε ότι δυσκολευόμαστε να διαβάσουμε ονόματα χρωμάτων όταν είναι γραμμένα με άλλο χρώμα.

Στη γλωσσολογία η ανάγνωση είναι μετάφραση από γραπτό σε προφορικό λόγο όπου οι λέξεις μεταφράζονται σε ακουστικές, από γραπτό λόγο σε υποφωνητικό εσωτερικό λόγο. Άλλοι θεωρούν την ανάγνωση μία επιλεκτική αναζήτηση πληροφοριών· η γνώση αυτή κατά τον Kennedy διακρίνεται σε συμβάσεις (αρχές της γλώσσας), σε ικανότητα (η γνώση επί του αντικειμένου) και το πλαίσιο αναφοράς (ο γενικός στόχος της ανάγνωσης, π.χ. διασκέδαση, έρευνα κλπ).

Η ταχύτητα ανάγνωσης φαίνεται ότι πρέπει να είναι σταθερή. Ένα πρωτόγνωρο περιεχόμενο ή ένα άλλο ύφος μας καθυστερεί. Η διατήρηση της ευχέρειας είναι σημαντική· αν ένας δεν την ανακτά γρήγορα χάνει το ενδιαφέρον του για το κείμενο. Η σταθερή ταχύτητα-ευχέρεια οφείλεται στη γρήγορη φθορά των προηγούμενων πληροφοριών.

Για την ορθογραφία αρχικά επινοήθηκε το α.α.δ. (αλφάβητο αρχικής διδασκαλίας) όπου κάθε φώνημα είχε το αντίστοιχο γράφημα. Ωστόσο, φάνηκε ότι οι λέξεις και η ανάγνωσή τους δεν είναι μια απλή αντιστοιχία φωνήματος-γραφήματος, αλλά δημιουργούν εικόνες και συνειρμούς και ότι η ορθογραφία βοηθά στη συνολική αντίληψη της γλώσσας.

Τα στάδια ανάγνωσης είναι 3: η αντιστοιχία γράμματος-φωνήματος, η μεγαλόφωνη ανάγνωση των μαθητών και η επιδέξια ανάγνωση (όπου ακόμα και μία λέξη που δεν προφέρουν κάποιοι την αντιλαμβάνονται νοηματικά).

Μία άλλη διαφορά είναι ότι οι επιδέξιοι αναγνώστες αναγνωρίζουν λέξεις με μια ματιά (από το σχήμα, το νόημα, τη μορφή)· ο μαθητής δεν έχει τέτοια ικανότητα αμέσως. Επιπλέον, δίνεται ιδιαίτερη προσοχή σε μικρές διαφορές σε λέξεις (π.χ. παίρνω-περνώ) και όχι σε σημαντικές (όπως η μορφή των λέξεων και η γραμματοσειρά) που μπερδεύουν συχνά τους μαθητές οι οποίοι συγχέουν τα γενικά χαρακτηριστικά των λέξεων.

Στην κατανόηση συνολικών μονάδων κατανοούμε συχνά περισσότερα από τα γραμμένα (π.χ. μεταφοράς). Ο Schank θεώρησε ότι η διαδικασία κατανόησης της ανάγνωσης μπορεί να περιγραφεί σαν σενάριο (όπου με την υπάρχουσα γνώση χρησιμοποιούνται τα σενάρια της ανάγνωσης ως αναπαράσταση γεγονότων)· είναι πολύ δύσκολο να γράψουμε κάτι χωρίς να μη συμπεραίνει τίποτε ο αναγνώστης τονίζοντας ψυχολογικά την ενεργητική επεξεργασία των πληροφοριών. Γι’ αυτό τα νομικά κείμενα είναι αναλυτικά και εξαντλητικά με επισημάνσεις.

Ιδιαίτερη σημασία έχει και ο σκοπός της ανάγνωσης· ότι στο τέλος θα βγει κάποιο νόημα. Όποιος δε συνειδητοποιεί το σκοπό της ανάγνωσης το θεωρεί άσκοπο. Η ανάγνωση στο παιδί αναπτύσσει την ανεξάρτητη σκέψη, το βοηθούν να επικεντρώνεται στη γλώσσα και βελτιώνει το χειρισμό του αφηρημένου λογικού και του υποθετικού συλλογισμού. Ενθαρρύνει τη χρήση της φαντασίας.

Διαταραχές της ανάγνωσης

Οι δυσκολίες στην εκμάθηση της ανάγνωσης μπορεί να είναι αποτέλεσμα γλωσσική στέρησης. Οι πιο συνηθισμένες περιπτώσεις είναι σε οικογένειες όπου κανείς σε διαβάζει· τα παιδιά υιοθετούν πρότυπα της οικογένειας και δέχονται το μήνυμα ότι η ανάγνωση και το διάβασμα γενικά είναι μια σχολική διαδικασία που δεν έχει σχέση με το σπίτι. Τέτοια παιδιά δεν προσπαθούν καν να διαβάσουν και έτσι το κρύβουν από το δάσκαλο. Οι πολλές ώρες τηλεθέασης επηρεάζουν τα παιδιά λόγω των άμεσων αμοιβών, αφού δεν κοπιάζουν να κατανοήσουν ό,τι βλέπουν. Αντίθετα, η ανάγνωση είναι πολύ κοπιαστική και αργή διαδικασία χωρίς αρχικά ιδιαίτερη αμοιβή. Η ταχύτητα διαφέρει στην εκμάθηση (παρά το γονικό άγχος για τάχα καθυστέρηση).

Άλλα αίτιο είναι η δυσλεξία· η επίκτητη δυσλεξία εμφανίζεται ως αποτέλεσμα εγκεφαλικής βλάβης. Οι ασθενείς έχουν πρόβλημα στην ανάγνωση παράξενων λέξεων και συγχέουν ομόηχες λέξεις και ακολουθούν φωνητική γραφή (επιφανειακή δυσλεξία). Άλλοι δυσκολεύονται και στην κατανόηση των λέξεων και προτιμούν να διαβάζουν εύκολες λέξεις -ουσιαστικά και επίθετα, αντί ρημάτων ή λειτουργικών λέξεων- επειδή δημιουργούν τη νοερή εικόνα τους (βαθιά δυσλεξία).

Η εξελίξιμη δυσλεξία είναι παιδική δυσλειτουργία με αποτέλεσμα να μην αποκτήσουν τις ανάλογες γλωσσικές δεξιότητες ανάγνωσης προς τις νοητικές τους ικανότητες· οφείλεται σε γενετικές δυσλειτουργίες (χρωμόσωμα 15 για ανάπτυξη περιοχών της γλώσσας στο αριστερό ημισφαίριο). Πάντως δε φαίνονται διαφορές επιφανειακά στις διάφορες μορφές τους, που όμως υπάρχουν. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διαφορές σε έργα ταύτισης σχημάτων σε δυσλεκτικά παιδιά και μη δυσλεκτικά. Τα δυσλεκτικά χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να βρουν μια διαφορά σε δύο γρήγορα εναλλασσόμενες μορφές (100 χιλιοστά του δευτερολέπτου έναντι 140 χιλιοστών). Μια μορφή της δυσλεξίας συνδέεται με την ταχύτητα επεξεργασίας των πληροφοριών· αυτό καθυστερεί να τις επεξεργαστεί κι έτσι εκείνες συσσωρεύονται. Επιπρόσθετα, οι επιδράσεις της κόπωσης διατηρούνται περισσότερο· άλλη διαφορά είναι σε έργα που απαιτούν μνημονική ανίχνευση.

Για ορισμένους ψυχολόγους η δυσλεξία δεν υφίσταται μια και υπάρχουν εξίσου σημαντικοί κοινωνικοί παράγοντες. Αποπροσανατολίζει από την κακή διδασκαλία και ετικετοποιεί και πλέον εφαρμόζεται σε κάθε δυσκολία μάθησης σχετιζόμενης με τη γλώσσα.

Σκέψη και αναπαράσταση

Έρευνες έδειξαν ότι η σκέψη δε μοιάζει με τους Η/Υ, αλλά ότι η ανθρώπινη διαλογιστική είναι όχι πάντα λογική (με την τυπική έννοια). Η ανθρώπινη νόηση χρειάζεται περισσότερο χρόνο για την επεξεργασία αρνητικών προτάσεων (έναντι των καταφατικών) ακόμα και σε ισοδύναμες προτάσεις. Παράλληλα, αναζητούμε πληροφορίες που επιβεβαιώνουν μια υπόθεση που διαμορφώσαμε (παρά αντίθετες) και αναζητούμε την επιβεβαίωση και όχι τη διάψευση. Αυτό ισχύει βέβαια μόνο για πληροφορίες αφηρημένες χωρίς νόημα και όχι για την καθημερινή ζωή.

Οι άνθρωποι εφαρμόζουν την ευρύτερη γνώση τους για το τι είναι πιθανό να συμβεί όταν σκέφτονται παραγωγικά ή όταν βγάζουν συμπεράσματα (αν και αυτό δε γίνεται στον Η/Υ). οι άνθρωποι κάνουν λογικά λάθη επειδή επικεντρώνονται στη σημασία της πρότασης και την αλήθεια της και όχι στην ίδια τη λογική (αυτό που υπονοείται λογικά)· τούτο συνδέεται με την έρευνα για τη γλώσσα και τη γλωσσική κατάρτιση, καθώς όταν διαβάζουμε αναζητούμε τη σημασία και όχι ως μαγνητόφωνο-φωτογραφία τις ίδιες τις λέξεις.

Οι κοινωνικές προσδοκίες προκαλούν πολλά λάθη· περιμένουμε να μας πουν αυτά που πρέπει να μάθουμε· συχνά δεν εκφράζουμε καν όσα υπονοούμε, επειδή ξέρουμε ότι οι άλλα τα συμπεραίνουν (μεταφορές, ελλειπτικές προτάσεις). Η ανθρώπινη λογική σε συμπεριλαμβάνει την κοινωνική διάσταση της επικοινωνίας.

Η μάθηση επιτυγχάνεται με δοκιμή και σφάλμα. Στην καθημερινότητα η εμπειρία μας κάνει τις προσεγγίσεις μας πιο άκαμπτες (προσδιοριστική τάση). Φαίνεται ότι η ύπαρξη υψηλών κινήτρων κάνει τα άτομα απρόθυμα να αλλάξουν τις νοερές τους τάσεις και γι’ αυτό εξακολουθούν τις παλιές τεχνικές παθητικής επανάληψης (λειτουργική προσήλωση).

Πολύ συχνά σε ομάδες παρατηρείται η λεγόμενη ομαδική σκέψη που εξετάζει έναν περιορισμένο μόνο αριθμό εκδοχών και δεν υπολογίζει το ευρύτερο πλαίσιο. Ένα αίτιο είναι συχνά ότι υιοθετούν την αντίληψη ότι όλοι σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο. Τα μέλη πιέζονται να συμμορφωθούν σε αυτό που φαίνεται ως άποψη πλειοψηφίας· εφόσον δεν ακούγεται διαφωνία, δεν εξετάζονται εναλλακτικές προτάσεις. Το φαινόμενο συνδέεται στενά με την ανάπτυξη πεποιθήσεων κοινών και κοινωνικών αναπαραστάσεων.

Ο καταιγισμός ιδεών, αντίθετα, αφορά ομάδες σκέψης και έχει 3 στάδια: ® παραγωγή ιδεών χωρίς να απορρίπτεται καμία, ® από το σύνολο των ιδεών απορρίπτονται οι ανεφάρμοστες και τέλος ® εξετάζονται οι υπόλοιπες και πώς θα λειτουργούσαν στην πράξη. Το πρώτο στάδιο βοηθά στην παραγωγή ιδεών (χωρίς το φόβο της απόρριψης και αυτολογοκρισίας)· οδηγεί σε καινοφανείς λύσεις και αποφεύγεται η ομαδική σκέψη.

Η ικανότητα να παράγουμε νέες ιδέες συνδέεται άμεσα με τον τεχνολογικό πολιτισμό και η δημιουργικότητα αφορά τη διαφυγή από το συμβατικό τρόπο ζωής. Κατά τον Hudson το γνωστικό ύφος διακρίνεται στη συγκλίνουσα σκέψη (όπου τα άτομα εστιάζουν την προσοχή τους στα συγκεκριμένα προβλήματα και αναζητούν λύσεις σε καθιερωμένα πλαίσια) και στην αποκλίνουσα σκέψη (τα άτομα αναζητούν λύση σε μεγάλης κλίμακας πεδία και συχνά κινούνται πιο μακριά από τα κοινώς αποδεκτά πλαίσια). Τα άτομα με αποκλίνουσα σκέψη θεωρούνται πνευματώδη ή περίεργα.

Άλλη μορφή αποτελεί η πλάγια σκέψη σχετιζόμενη με την ταχύτητα και την ικανότητα απομάκρυνσης από συνηθισμένους τρόπους νόησης (όπως η αποκλίνουσα)· το άτομο αναπτύσσει πρωτότυπες λύσεις έξω από τα καθιερωμένα σχήματα.

Νοημοσύνη

Η ευφυΐα είναι ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα στην ψυχολογία με πολιτικές επιπτώσεις στην κοινωνική διαστρωμάτωση, στην εκπαίδευση και την ευγονική. Η θεωρία της νοημοσύνης εμφανίζεται το 19ο αιώνα για να δικαιολογήσεις τη διατήρηση των θέσεων της ανώτερης και μεσαίας τάξης ως αντικειμενικό κριτήριο σε ένα αξιοκρατικό σύστημα. Αυτό το κοινωνικό-πολιτικό θέμα επέδρασε στα πρώτα στάδια της θεωρίας.

Ιδιαίτερη επίδραση άσκησε και στο σχολείο· είχε επίδραση στην ανάπτυξη σχολικών συστημάτων και πρακτικών που παραμένει ακόμα. Στην ευγονική εντάσσονται οι ακραίες πολιτικές (να μην ασκούν εξουσία οι εργάτες γιατί είναι κοινωνικά και γενετικά κατώτεροι) και εθνικές θέσεις· είναι το ξερίζωμα των ανεπιθύμητων για μία γενετική πρόοδο.

Ανάπτυξη της θεωρίας μέτρησης της νοημοσύνης

Οι μετρήσεις διακρίνονται σε δοκιμασία που στηρίζονται στη συσχέτιση της ηλικίας (μια και γνωρίζουμε διαφορετικά πράγματα και έχουμε διαφορετικές δεξιότητες· εξετάζεται το άτομο σε σχέση με το ηλικιακό του επίπεδο) και στην ανάλυση παραγόντων.

Ο Binet τη θεωρούσε μια εξελικτική διαδικασία ανά ηλικία διαφορετική· το νοητικό πηλίκο ή Δείκτης Νοημοσύνης είναι η νοητική ηλικία προς την πραγματική επί 100. Βέβαια, ο Binet τα θεωρούσε μόνο απλές ενδείξεις. Οι τρεις αρχές που όρισε ήταν: να θεωρείται μόνο πρακτική επινόηση και όχι έμφυτη ή μόνιμη ικανότητα-ιδιότητα, η ηλικία έδειχνε ποια παιδιά έχριζαν βοήθειας και είχαν μαθησιακές δυσκολίες και να μην ετικετοποιούνται οι μαθητές.

Στις Η.Π.Α. και Βρετανία οι ψυχολόγοι έβλεπαν στο ΔΝ μία σταθερή και αμετάβλητη ποιότητα ως γενετική κληρονομιά· τα άτομα ταξινομούνταν από επιδόσεις σε τεστ νοημοσύνης και πως οι μεγάλες κοινωνικές διαφορές σε ομάδες οφείλονταν σε γενετικές διαφορές. Θεωρήθηκε ότι φανερώνουν τα τεστ τους συγκαλυμμένους διανοητικά καθυστερημένους με υψηλές επιδόσεις. Έγιναν πολλά τεστ σε μετανάστες στο Ellis island. Σε τεστ στο στρατό (1921) φάνηκαν διαφορές σε όσους γεννήθηκαν στις Η.Π.Α. και τους άλλους. Οι ερωτήσεις ήταν πολιτισμικά προκατειλημμένες (στοιχεία γενικών γνώσεων, παρατσούκλια ομάδες, σεξισμός κλπ).

Η απάτη του Burt με τις ομάδες διδύμων ενίσχυσε με τη δημοσιότητα που απέκτησε τις θέσεις για τη σημασία του ΔΝ. Οι «έρευνές» του απέδειξαν την ευγονική του θέση για την κληρονομικότητα. Το ποσοστό διακύμανσης της νοημοσύνης (g) είναι κληρονομικό και υπολογίσιμο αριθμητική (80% γενετικών αιτίων, 20% περιβαλλοντικών επιδράσεων). Οι μαρτυρίες με δίδυμα είναι διφορούμενες (λόγω σπανιότητας ομοζυγωτικών που μεγάλωσαν σε διαφορετικό περιβάλλον)· προσφέρουν τη βάση για το επιχείρημα, αλλά δεν αντέχουν σε εξονυχιστική εξέταση. Και στα υιοθετημένα παιδιά συναντάται δυσκολία, μια και οι αρμόδιες υπηρεσίες δίνουν τα παιδιά σε περιβάλλον ανάλογο της φυσικής οικογένειάς τους και όχι διαφορετικό.

Τα τεστ τα ίδια πρέπει να είναι έγκυρα (μετράει πραγματικά την ευφυΐα;), αξιόπιστα (σταθερότητα αποτελεσμάτων στο ίδιο άτομο) σταθμιστικά (πώς συγκρίνεται το τεστ με άλλα και πόσο αντιπροσωπευτικά είναι τα αποτελέσματά του).

Ο Stenberg υποστήριζε ότι η νοημοσύνη πρέπει να λαμβάνει υπόψη το πολιτισμικό πλαίσιο εφαρμογής. Τα πρώτα ειδικά τεστ ήταν προκατειλημμένα, ώστε οι λευκοί να φαίνονται πιο έξυπνοι. Ουσιαστικά και μετά τη διόρθωση σε τέτοια λάθη μετρούνταν η κοινωνική συμμόρφωση και όχι η νοημοσύνη.

Θεωρίες για τη νοημοσύνη

Υποστηρίχθηκε ότι η ουσία της είναι η ορθή κρίση, η ορθή κατανόηση και η ορθή σκέψη. Η ευφυής δραστηριότητα συνίσταται στη σύλληψη ουσιωδών στοιχείων και τη σωστή αντίδραση. Για άλλους (Spearman, Terman, Burt) η νοημοσύνη είναι μια αυτόνομη ικανότητα με ανεξάρτητη υπόσταση και για άλλους (Binet, Stanford, Heim) περιγράφεται με βάση την επίδραση που ασκεί στον τρόπο που οι άνθρωποι κάνουν πράγματα. Για τον Estes είναι ένα χαρακτηριστικό συμπεριφοράς που καθορίζεται από γνωστικές λειτουργίες και κίνητρα. Αυτό που θεωρούμε νοημοσύνη συνδέεται πάντα με κάποια πράξη.

Ο Thurstone θεωρεί ότι είναι ένα σύνολο 7 διαφορετικών νοητικών ικανοτήτων· για τον Guilford είναι 120 διαφορετικές και ανεξάρτητες δεξιότητες (αργότερα τις ανέβασε σε 150)· κάθε νοητικό έργο αποτελείται από τη νοητική λειτουργία, ένα περιεχόμενο και ένα προϊόν.

Για τον Gardner έχουμε διαφορετικές νοημοσύνες, καθώς ο νους δεν είναι μια ολική οντότητα, αλλά αποτελείται από διακριτές διαφορετικές μονάδες. Αναγνωρίζει 7 είδη: τη γλωσσική, τη μουσική, τη μαθητο-λογική (στα μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες), τη χωρική (αντίληψη χώρου), τη σωματική-κιναισθητική (για χορό), τη διαπροσωπική (για συμπεριφορά και στάση σε άλλους) την ενδοπροσωπική (για αυτολογοκρισία, αυτοεκτίμηση, κριτική). Έτσι, δικαιολογείται και γιατί κάποιος είναι ικανός και κατέχει δεξιότητες σε κάποιους τομείς και όχι σε κάποιους άλλους.

Ο Stenberg διέκρινε 3 πλευρές στη νοημοσύνη (που συναποτελούμενες διαμορφώνουν μια ευφυή συμπεριφορά ή ευφυή πράξη): τη νοημοσύνη σε σχέση με το κοινωνικό πλαίσιο, τη βιωματική νοημοσύνη (για την προηγούμενη εμπειρία που επηρεάζει τον τρόπο σκέψης με απαιτήσεις ανά περίπτωση και αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών) και τα συστατικά της νοημοσύνης (που αφορούν τους γνωστικούς μηχανισμούς)διακρινόμενα σε μετασυστατικά, συστατικά εκτέλεσης, συστατικά απόκτησης της γνώσης.

Σχετικά πάντως μπορείτε να δείτε και σε προηγούμενη μελέτη μου με θέμα τη σχολική επίδοση και τη σύνδεσή της με την κοινωνική προέλευση. Εκεί παρουσιάζεται κυρίως η κοινωνιολογική ανάλυση της σχολικής επίδοσης συνδιαζόμενη με τη γλώσσα και το ζήτημα της νοημοσύνης.

ShareThis