... σε συνέχεια του προηγούμενου άρθρου σχετικά με τη σχολική διαρροή παραθέτω περιληπτικά μερικές στοιχέια σχετικά με τις σχολικές ανισότητες (σε συνέχεια και ενός παλαιότερου προλογικού άρθρου)...
Ερμηνείες της ανισότητας
Στο φονξιοναλισμό είναι φυσικό το σχολείο να επιλέγει τους ικανότερους και δίκαιο τρόπο και αντικειμενικά κριτήρια. Το σχολείο τους επιλέγει καθορίζοντας τον καταμερισμό των επαγγελμάτων. Σημαντικό κριτήριο είναι οι ηθικές αξίες και οι ατομικές ικανότητες με τα κίνητρα. Η ανισότητα ερμηνεύεται από το ότι το αμερικάνικο εκπαιδευτικό σύστημα δεν είναι συγκεντρωτικό με κοινοτικά σχολείο με διαφορετικά προγράμματα· ενθαρρύνει ή αποθαρρύνει το μαθητή η κρίση του δασκάλου, η ετικέτα που του βάζει (ικανός, ανίκανος, έξυπνος, χαζός) και οι έμμεσες προβλέψεις του για το σχολικό μέλλον· επιπλέον, οι διαφορετικές προσδοκίες των γονέων και η ανυπαρξία ίσων ευκαιριών στα παιδιά δημιουργούν την ανισότητα στην επίδοση.
Οι ριζοσπάστες αποδίδουν την άνιση σχολική επίδοση και την εκπαιδευτική ανισότητα στην κεφαλαιοκρατική κοινωνική δομή. Έχουν θεωρητικό υπόβαθρο στο μαρξισμό και το βεμπερισμό. Η ποσοτική αύξηση μαθητών οφείλεται και στις ανάγκες της οικονομίας για ειδικευμένη εργασία (φονξιοναλισμός) και στον ταξικό ανταγωνισμό για ιεραρχία και εξουσία. Το σχολείο μεταδίδει γλωσσικές συνήθειες, τρόπο συμπεριφοράς, αξίες της κυρίαρχης τάξης. Θεωρούν ότι η δομή και ο τρόπος λειτουργία τους σχολείου καθρεφτίζουν την ηγεμονία των κυρίαρχων. Σημαντικό ρόλο αποδίδουν στην ευφυΐα (ΔΝ) για τη μεταβίβαση της κοινωνικής ανισότητας. Οι γνωστικές ικανότητες έχουν μικρό ρόλο για την εργασία και την οικονομική και επαγγελματική επιτυχία· μεγαλύτερη έχουν τα στοιχεία συμπεριφοράς και προσωπικότητας που οφείλονται στην κοινωνική προέλευση και το σχολείο που τα μεταδίδει.
Η ανισότητα οφείλεται όχι μόνο σε κοινωνικά αίτια, αλλά στη θεμελιώδη κοινωνική λειτουργία. Αναπαράγει το σχολείο την ταξική δομή της κοινωνίας. Επιπλέον, οφείλεται όχι μόνο στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, αλλά στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας και στη διαίρεση σε χειρωνακτική και διανοητική.
Θεωρία του μορφωτικού κεφαλαίου (Κληρονόμοι των Π. Μπουρντιέ και Ζ. Ζ. Πασερόν)
Τα κοινωνικά και οικονομικά εμπόδια στην εκπαίδευση δεν επαρκούν για την ερμηνεία της ανισότητας και της αναπαραγωγής του κατακερματισμού της εργασίας. Η κοινωνική προέλευση καθορίζει την επίδοση στις σπουδές, την επιλογή της ειδικότητας και την αργοπορία. Αν τα αίτια ήταν μόνο ταξικά τότε οι λίγοι φοιτητές από χαμηλά στρώματα θα βρίσκονταν σε σχέση ισότητας με τους προνομιούχους φοιτητές.
Τα αίτια της ανισότητας είναι οικονομικά (ταξικά), κοινωνικά και το μορφωτικό κεφάλαιο (αρχικά το ονόμαζαν κοινωνικό προνόμιο). Αυτό είναι οι στάσεις και οι συμπεριφορές για το σχολείο και την παιδεία που μεταδίδονται από γενιά σε γενιά και διαφέρουν ανάλογα με την κοινωνική κατηγορία. Είναι επίσης τα γνωστικά και ιδεολογικά στοιχεία· τα παιδιά των προνομιούχων τάξεων αποκτούν προδιάθεση στη μάθηση με γνώσεις και εξοικείωση με έργα (εφόδια) φαινομενικά άσχετα, που ωστόσο, έχουν σχολική χρησιμότητα στην προδιάθεση για μάθηση και την εξάσκηση. Κατανοούν έργα τέχνης και ιδέες, που δεν προέρχεται από τη σχολική γνώση. Έτσι η ελεύθερη παιδεία ορίζει την ανισότητα.
Οι στάσεις σχετίζονται άμεσα με την επίδοση. Τα παιδιά των προνομιούχων θεωρούν το πανεπιστήμιο φυσικό τέλος του σχολείου και αυτονόητο· δεν το βλέπουν σαν ενδεχόμενο ή κατάκτηση. Αντίθετα, για τους μη προνομιούχους το ΑΕΙ αποτελεί ενσυνείδητη επιλογή με αμφισβητήσεις και δυσκολίες και πολλών ειδών εμπόδια. Η ώσμωση και η πνευματική καλλιέργεια ευνοεί τους προνομιούχους. Δεν βλέπουν το σχολείο ως καταναγκασμό ή μόχθο για μάθηση. Δίνουν λιγότερη άμεση σημασία στο μάθημα, έχουν ελευθερία στην ύλη και διαβάζουν πολύ. Ο μικροαστός καταβάλλει πολύ μόχθο, γιατί βλέπει το σχολείο σαν μέσο κινητικότητας, ενώ οι γονείς το θέλουν πολύ και τον πιέζουν. Επιπρόσθετα, οι προνομιούχοι έχουν επιλογές σπουδών βάσει κλίσεων και προτιμήσεων αδιαφορώντας για την άμεση επαγγελματική χρησιμότητά τους (αριστοκρατικές σπουδές).
Οι μελετητές αμφισβητούν τα φυσικά χαρίσματα. Η διανοητική καλλιέργεια, η ευρύτερη μόρφωση, η εξοικείωση με διανοητικές πρακτικές είναι αποτέλεσμα ωσμωτικής μάθησης που αποκτά το παιδί στην οικογένεια· συντελείται με την μακροχρόνια τριβή και εξοικείωση δίχως προτροπή. Αυτή η ώσμωση χαρακτηρίζεται ως χάρισμα ή φυσική ανωτερότητα και δημιουργεί τη σχολική ανισότητα.
Στο έργο Αναπαραγωγή της ίδιας σχολής χρησιμοποιείται ο όρος συμβολική βία για την κατανόηση του ρόλου του σχολείου. Είναι η βία της εξουσίας για τη διατήρηση και την αναπαραγωγή της. Είναι η επιβολή αντιλήψεων μέσα από θεσμούς σαν επίσημες θέσεις. Το σχολείο μεταδίδει την κυρίαρχη παιδεία (παιδεία των κυρίαρχων τάξεων). Αναπαράγει τις κοινωνικές σχέσεις πείθοντας όσους αποκλείονται ότι δίκαια αποκλείστηκαν, εσωτερικεύοντας και εξατομικεύοντας (υποκειμενισμός) τον αποκλεισμό. Η αποτυχία εναπόκειται στη μικρότερη ικανότητα, αφού τα κοινωνικά κεκτημένα θεωρούνται φυσικά προνόμια και οι προνομιούχοι φαίνονται ικανότεροι.
Μαρξιστική προσέγγιση
Στη μαρξιστική προσέγγιση για το ρόλο του σχολείου στον καταμερισμό της κοινωνικής εργασίας, θεωρείται ότι η παιδεία μεταδίδει γνώσεις, αξίες και αρχές και κανόνες ατομικής και κοινωνικής ζωής. Συμβάλλει στη διαιώνιση της κοινωνικής ισορροπίας διδάσκοντας πατριωτισμό, αισθητική, αρχές πολιτικής οργάνωσης και οικονομίας της κοινωνίας και καλλιεργώντας τις κυρίαρχες αρχές-κανόνες. Πείθει ότι η χειρότερη θέση είναι φυσική και αναπόφευκτη.
Η εξουσία ασκείται στο όνομα του ειδήμονα, του γνώστη και δίνονται παροχές για την αποφυγή αντιδράσεων. Έτσι, νομιμοποιεί την εξουσία και την άσκησή της και ταυτόχρονα αποκλείει την κριτική παρέμβαση των πολιτών ως μη ειδήμονες.
Το σχολείο κατασκευάζει τα πρότυπα αυτά. Καλλιεργεί την επαγγελματική ιδεολογία των διανοούμενων που στηρίζεται στην ευφυΐα (εγγενή διάνοια) και όχι στην προέλευση ή την κοινωνική και οικονομική ισχύ. Ο μύθος αυτός της φυσικής ανωτερότητας οδηγεί το σχολείο στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας.
Ουσιαστικά οι μαρξιστές βλέπουν δύο σχολεία. Το ένα οδηγεί σε ΑΕΙ και διανοητικά επαγγέλματα και σε ηγετικές θέσεις· προετοιμάζει το παιδί για μακροχρόνιες σπουδές. Το άλλο είναι πέρασμα από τη στοιχειώδη μόρφωση στην αγορά εργασίας για χειρώνακτες. Το σχολείο επιβάλλει ακούσια χωρίς συνειδητή επιδίωξη τον καταμερισμό της εργασίας.
Η ανισότητα βρίσκεται στην οικογένεια. Το σχολείο συμβάλλει με τη μετάδοση της αστικής ιδεολογίας στη διαμόρφωση της εργατικής δύναμης. Κύριο αίτιο είναι ο ρόλος του σχολείου με τη βαθμολογία, την επανεγγραφή στην ίδια τάξη, τις εισαγωγικές εξετάσεις, τον καταμερισμό της εργασίας.
Θεωρία του Bernstein
Η γλώσσα του σχολείου είναι ένα από τα κοινωνικά ιδιώματα της κάθε ιστορικής γλώσσας. Η σχολική αξιολόγηση γίνεται με βάση αυτή τη γλώσσα, στην οποία άλλα παιδιά είναι από πριν εξοικειωμένα και άλλα όχι. Έτσι, η γλώσσα καθορίζει άμεσα τη σχολική επιτυχία ή αποτυχία.
Τα μεσαία και ανώτερα στρώματα ευνοούνται από τη σχολική γλώσσα επειδή τα παιδιά την έχουν οικεία, ενώ τα κατώτερα στρώματα νιώθουν το σχολικό περιβάλλον ανοίκειο γλωσσικά (σαν ξένη γλώσσα), ώστε να αναστέλλονται οι δυνατότητες σχολικής επιτυχίας.
Ο Bernstein δέχεται δύο γλώσσες: την απλή-κοινή και την επίσημη (αργότερα τις ονόμασε περιορισμένο γλωσσικό κώδικα και επεξεργασμένο) που εκφράζουν διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις και τρόπους επικοινωνίας (διαφορετική ιεραρχία, καταμερισμό εξουσία στην οικογένεια).
Η κοινή έχει ως χαρακτηριστικά σύντομες φράσεις συχνά ανολοκλήρωτες[3], περιεκτικές φράσεις με οριστική και ορισμένα συνδετικά[4], τυποποιημένη χρήση επιθέτων και επιρρημάτων, σπάνια απρόσωπη αντωνυμία[5] με απλές διαπιστώσεις κι ερωτήσεις δίνοντας έμφαση στις λέξεις και όχι στην πρόταση και διατηρώντας συμβολισμό περιγραφικό χωρίς γενίκευση.
Το παιδί των μεσοστρωμάτων υφίσταται από πολύ μικρή ηλικία έμμεση και άμεση πίεση να μετατρέπει τα συναισθήματα και τις επιθυμίες σε λόγο (ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας). Όταν φτάσει στο σχολείο γνωρίζει ήδη την κοινή σχολική γλώσσα, καθώς και την κοινωνική της χρήση. Το παιδί, αντίθετα των κατώτερων στρωμάτων αναγκάζεται να μεταφράζει τη σχολική γλώσσα με αποτέλεσμα να μην απαντά αυτόματα και άμεσα. Η κοινή επιπλέον δεν έχει αναφορές στην κοινωνική ιεραρχία, αλλά μόνο μεταξύ ίσων και ο μαθητής θεωρείται αγενής ή αντιμετωπίζεται εχθρικά από το δάσκαλο. Έτσι, το παιδί αντιμετωπίζει μεγαλύτερες δυσκολίες στην προσαρμογή του· δε δίνει σημασία στη χρήση της γλώσσας του σχολείου και την εκμάθησή της ή νέων λέξεων (συνώνυμα) το ανοικείο γλωσσικό περιβάλλον και η αποτυχία να μεταδώσει ό,τι σκέφτεται τον οδηγεί στη μηχανική μάθηση.
Η γλώσσα αντικατοπτρίζει και άλλη μορφή κοινωνικών σχέσεων στο εσωτερικό της οικογένειας ανά κοινωνική τάξη. Στον περιορισμένο γλωσσικό κώδικα αντιστοιχούν άλλες σχέσεις στην οικογένεια, ένα σύστημα κλειστών ρόλων όπου κάθε μέλος είναι αυστηρά οροθετημένο και υπάρχει ιεραρχία και αποφάσεις χωρίς συζήτηση· η κοινωνικοποίηση γίνεται σε ομάδες συνομηλίκων, ενώ στην οικογένεια δίνονται λιγότερες ευκαιρίες λεκτικής έκφρασης της γνώμης και των συναισθημάτων.
Ο επεξεργασμένος κώδικας δείχνει ένα σύστημα ανοιχτών ρόλων προσανατολισμένο στο άτομο· ο τομέας των αποφάσεων είναι ανοιχτός στην κρίση όλων των μελών και αφήνει περιθώρια πρωτοβουλίας· η οικογένεια ελέγχει τη σχέση του παιδιού με τους ομηλίκους του και η κοινωνικοποίηση δεν εγκαταλείπεται στις συνομήλικες επιδράσεις.
Η θεωρία του Bernstein δέχτηκε κριτικές για τον όρο περιορισμένο κώδικα, καθώς κρίθηκε ότι δεν είναι περιορισμένος· επίσης θεωρήθηκε ότι οι θέσεις του οφείλονταν στις ιδιοτυπίες της ταξικής διαφοράς στην Αγγλία. Παράλληλα, τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων έχουν άλλη σχέση με την πραγματικότητα (ρεαλιστική αντιμετώπισή της) και δεν κατανοούν την εξέταση.
3 έκριναν :
ασε τους φονξιοναλισμους και πες μας για τον Σαμαρα και την Ντοροθι
Μπα για αυτά μίλησαν άλλοι πιο έγκαιρα. Εγώ περιμένω να δω τις εξελίξεις και μετά θα εκθέσω πιο ψύχραιμα τις εκτιμήσεις μου.
ρε συ Δείμε, το "η δημαγωγία της δημοκρατίας" πουλιέται στα βιβλιοπωλεία;
Με μια πρόχειρη ματιά, δεν το βρήκα...
Δημοσίευση σχολίου