Πολύ συχνά τις τελευταίες δεκαετίες -δεδομένων του γενικότερου εκδημοκρατισμού της κοινωνίας μας και των ολοένα και μεγαλύτερων απαιτήσεών μας- γίνονται καταγγελτικές αναφορές για απουσία ισότητας και ισονομίας. Η απουσία ισότητας όμως δεν ενυπάρχει μόνο στο εθνικό στοιχείο του κοινωνικού ιστού. Η ίδια η δημοκρατία διαφημίζει την αδικία της και την ανισότητα που επιβάλλει με κάθε τρόπο προς τους αλλοδαπούς μετανάστες. Χωρίς δικαιώματα νομιμοποίησης της ύπαρξής τους τούς μετατρέπει σε εργαλεία φτηνής παραγωγής εκθέτοντάς τους σε κινδύνους πρωτοφανείς, όταν μιλάμε για ανεπτυγμένες (sic) κοινωνίες. Και σήμερα βέβαια κάνουμε λόγο για τη sociodiversity, δηλαδή για μία πολλαπλότητα των κοινωνικών μορφών που συνυπάρχουν στα διαφορετικά έθνη, τους λαούς και τις εθνικές ομάδες, η οποία επιτρέπει την πολιτισμική επιβίωση.
Ας σημειώσουμε παρενθετικά ότι οι μεταναστευτικές ροές προς τη χώρα διαδραμάτισαν -και στο μέλλον, όπως διαφαίνεται, θα διαδραματίσουν- καθοριστικό παράγοντα για την αποφυγή της συνολικής πληθυσμιακής μείωσης. Έτσι, ενώ κατά την περίοδο 1998-2004 η φυσική αύξηση του πληθυσμού στην Ελλάδα ήταν αρνητική κατά 8.800 άτομα, η αύξηση του πληθυσμού της χώρας ανήλθε στα 232.300 άτομα κυρίως λόγω της μετανάστευσης[1]. Ενώ δηλαδή, η υπογεννητικότητα αποτελεί ένα δημογραφικό πρόβλημα, χάρει στους μετανάστες ο πληθυσμός αυξήθηκε κυρίως στις παραγωγικές ηλικίες. Άλλες εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι ο αριθμός των μεταναστών ανέρχεται σε περίπου 1.200.000[2] ανθρώπους 128 διαφορετικών εθνικοτήτων εκ των οποίων περίπου 650.000 είναι κάτοχοι αδειών παραμονής από χώρες εκτός ΕΕ και άλλες 200.000 αλλοδαποί που κατέχουν Ειδικά Δελτία Ομογενούς. Σε αυτούς όμως δε συμπεριλαμβάνονται ούτε οι πρόσφυγες στους οποίους παραχωρήθηκε άσυλο, ούτε κι εκείνοι που κατέθεσαν αίτημα χορήγησης ασύλου[3].
Η μετανάστευση συντέλεσε στην αύξηση του δυναμικού των μισθωτών στην Ελλάδα κατά 35 με 40%[4]. Αυτοί που έχουν ενταχθεί στην ελληνική αγορά εργασίας αποτελούν το 9,6% του συνολικού εργατικού δυναμικού και ανέρχονται στα 431.300 άτομα[5]. Σύμφωνα με άλλη έρευνα[6] το 2003 οι μετανάστες αποτελούσαν το 11% των εργαζομένων. Και ενώ ο πληθυσμός τους αυξάνεται, φαίνεται πως τελικά η ανεργία δεν έχει κανένα σημείο αναφοράς με τη μετανάστευση, ακόμα και όταν η τελευταία ενισχύεται. Οι χώρες που δέχονται τα πιο υψηλά ποσοστά μεταναστών είναι οι χώρες όπου η ανεργία παραμένει συχνά στάσιμη ή μειώνεται[7].
Από την άλλη, στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι αριθμοί δείχνουν μία σημαντική αύξηση λόγω των πολεμικών συγκρούσεων, κυρίως στην υποσαχάρια Αφρική, λόγω και της απουσίας ποιότητας ζωής σε πολλά μέρη του πλανήτη. Από το 1950 μέχρι τα μισά του ’70 ο αριθμός των προσφύγων ήταν σταθερός και έφτανε περίπου τα 2,5 εκατομμύρια το χρόνο. Το 1992 άγγιξε τα 18 εκατομμύρια και σήμερα τα 12 εκατομμύρια. Και αυτοί οι αριθμοί είναι οι επίσημοι μόνο. Γιατί σε τούτους οφείλουμε να προσθέσουμε και τους εκτοπισμένους και τους εξόριστους που δεν αναγνωρίζονται για τυπικούς λόγους ως πρόσφυγες, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό σε 50 εκατομμύρια. Ωστόσο, αυτά τα εκατομμύρια σπάνια γίνονται αποδεκτά ως πρόσφυγες· εκείνοι τελικά κερδίζουν την πολυπόθητη χορήγηση ασύλου αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 1% του πληθυσμού και μόνο οκτώ ευρωπαϊκές χώρες συγκαταλέγονται στη λίστα των πρώτων 40 χωρών υποδοχής. Ο αριθμός των αιτήσεων με μικρές διακυμάνσεις ανέρχεται στις 400.000[8].
Οι μετανάστες είναι μια ειδική κατηγορία φτωχών, που αποτελούν οντολογική συνθήκη όχι για αντίσταση, αλλά για την ίδια την παραγωγική ζωή[9]. Μπροστά στη ρατσιστική λαίλαπα που είτε κοινωνικά είτε κοινοβουλευτικά κάνει την εμφάνισή της, είναι επιτακτική πια ανάγκη να φανεί ότι η βούληση για δημιουργία ενυπάρχει στην απόδραση του μετανάστη, στην επιθυμία του να αντιμετωπίσει ένα ξένο -κι ίσως εχθρικό- περιβάλλον. Και αυτό τον διαφοροποιεί από το αμάλγαμα όσων είναι υποχρεωμένοι να κινούνται διαρκώς αλλάζοντας ταυτότητες. Και τούτο διότι ο μετανάστης είναι ευέλικτος στην αγορά εργασίας, διατεθειμένος να μετακινηθεί σε πρόσφορους τόπους εργασίας καταναλώνοντας αγαθά κι ενισχύοντας την αγορά.
Σήμερα, ειδικά, που οι νέες τεχνολογίες επηρεάζουν καταλυτικά τη ζωή μας, οι μετανάστες δεν έχουν καμία ανάγκη ή επιθυμία για πολιτιστική ενσωμάτωση στη χώρα υποδοχής. Εξάλλου, η μοντέρνα προσπάθεια ομογενοποίησής τους αποδείχθηκε μία φενάκη, την ίδια στιγμή που τα πολυπολιτισμικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας είναι πια πασίδηλα και δεν αλλάζουν. Και οι νέες τεχνολογίες κατέστησαν το πρότυπο του melting pot, της συνύπαρξης φυλών σε μία περιοχή, ανεπαρκές[10]. Όσοι δεν μπορούν να ταξιδέψουν έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν σε χρόνο πραγματικό με τις οικογένειές τους[11] ή να ενημερώνονται δορυφορικά για την πατρίδα τους.
Αυτά ακριβώς καλείται να φανερώσει το μεταναστευτικό κίνημα σε συνεργασία με τους μεταναστευτικούς συλλόγους. Γιατί οι μετανάστες και οι πρόσφυγες[12] αποτελούν πια κομμάτι της κοινωνίας μας· τμήμα της όμως απομονωμένο. Το ζήτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι αν τολμάμε να συγκρουστούμε με τις παγιωμένες προκαταλήψεις και αν επιθυμούμε την ένταξή τους στον κοινωνικό ιστό.
Όποιος έχει πίστη στις ανθρωπιστικές αξίες της ισότητας και της δημοκρατίας, όποιος έχει πίστη στην αριστερή παράδοση και το κίνημα, δεν μπορεί να μένει ουδέτερος. Η ουδετερότητα είναι το επιχείρημα -τάχα δημοκρατικό και ίσων αποστάσεων- του νεοφιλελευθερισμού που κραυγάζει για την αυτόματη κοινωνική αρμονία (sic) και το φαταλισμό μιας κοινωνίας όπου η αγορά ισορροπεί τα αντικρουόμενα συμφέροντα. Στη μεταμοντέρνα εκδοχή του κοσμοπολιτισμού το μεταναστευτικό κίνημα έχει όχι χαρακτηριστικά καταναλωτή, αλλά αμιγώς ταξικά. Έτσι, βέβαια, καλείται να ξεφύγει από τη δημοκρατική γλώσσα των δικαιωμάτων και την αυστηρή προσκόλληση στις νομικο-πολιτικές διαστάσεις της υποδοχής[14].
Αξίζει όμως να υπογραμμίσουμε την αναγκαιότητα δημιουργίας δομών που θα στοχεύσουν στην πρόληψη της αποτυχίας και της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου. Η ενισχυτική διδασκαλία σε συνδυασμό με την υποστήριξη της οικογένειας μέσα από δράσεις της σχολής γονέων και των τοπικών συλλόγων γονέων και κηδεμόνων μπορούν να συμβάλλουν καταλυτικά στην προστασία των μαθητών.
Και καθώς η μεταναστευτική προοπτική στην Ελλάδα μετατρέπει την εθνολογική σύνθεση των μαθητών σε πολυγλωσσική απαιτείται στενή συνεργασία για την ίδρυση σχολείων διδασκαλίας στη μητρική τους γλώσσα. Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα τα δημόσια ή ιδιωτικά σχολεία που σε πρόσθετη ώρα διδάσκουν -κατ’ επιλογή ίσως- τη μητρική γλώσσα των μεταναστών είναι υπερβολικά λίγα. Έτσι όμως είναι ορατός ο κίνδυνος -ή στόχος της Πολιτείας (;)- ομογενοποίησης και εξελληνισμού των μεταναστών δεύτερης γενιάς. Και τούτο, ειδικά από μία χώρα εξαγωγής μεταναστών που έχαιραν του δικαιώματος αυτού στις χώρες υποδοχής τους.
Πέρα από πιθανές εξάρσεις εθνικιστικών παραληρημάτων, η ενίσχυση της εθνικής τους παιδείας κρίνεται αναγκαία και σύμφυτη με το πνεύμα της ισότητας και του ανθρωπισμού. Τα σχολεία αυτά δεν είναι αναγκαίο σε πρώτη φάση να παρέχουν βεβαιώσεις σπουδών, αφού σημαντικότερη κρίνεται η διατήρηση της πολιτιστικής παράδοσης των μεταναστών. Και μόνο η λειτουργία τους είναι αρκετή.
Η ενσωμάτωση των αλλοδαπών στην εκπαιδευτική πολιτική δεν έχει επιτευχθεί ακόμη. Η συνταγματικά θεμελιωμένη διάκριση ανάμεσα στους έχοντες το δικαίωμα ψήφου πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους υπόλοιπους αλλοδαπούς επιβαρύνει το πρόβλημα και εμποδίζει μια συνολική στρατηγική.
Η στήριξη όμως της εθνικής κουλτούρας δεν είναι βέβαια μόνο θέμα γλωσσικό. Προτείνεται ακόμα μία πληθώρα εκδηλώσεων που θα απευθύνονται όχι μόνο σε μετανάστες, αλλά και στον εθνικό πληθυσμό. Εκδηλώσεις τέτοιες μπορούν να είναι διάφορες ενημερωτικές ημερίδες, εκθέσεις εικαστικών, χορευτικές παραστάσεις με εθνικούς χορούς και ανάλογες συναυλίες, θεατρικά δρώμενα στη μητρική τους γλώσσα ή σε μετάφραση. Σε συνεργασία με τοπικούς φορείς και κινήσεις μεταναστών είναι δυνατόν να φέρουν στην επιφάνεια τόσο τα προβλήματα αυτών όσο και τα οφέλη για την εθνική πλειοψηφική κοινότητα. Οφέλη που δεν περιορίζονται μόνο στο οικονομικό πεδίο (με την επιθυμία για δημιουργία και την αναζήτηση εξόδου από την ανέχεια προς τον καταναλωτισμό που διακρίνει τους μετανάστες) αλλά που εκδηλώνονται και σε ζητήματα πολιτισμού.
Και για τις Κασσάνδρες που διατείνονται ότι η εμμιγκρέδικη ενσωμάτωση θα αλλοιώσει τον πολιτισμό μας, ας αναφωνήσουμε ότι καμία πολιτιστική παράδοση δεν απειλείται αν είναι ζωντανή· αλλάζει και αλληλεπιδρά, εμπλουτίζεται με νέες ιδέες -ριζοσπαστικές συχνά για τα κοινωνικά στεγανά- και διανθίζεται με πλούτο συναισθημάτων και νέων στόχων. Το ζητούμενο, εξάλλου, για μία μειονότητα ή ομάδα που ζει στο περιθώριο του κοινωνικού βίου είναι η ενίσχυση των δυνατοτήτων κοινωνικο-οικονομικής ένταξής της, αλλά ταυτόχρονα και η διατήρηση και η ανάπτυξη της πολιτισμικής ιδιαιτερότητάς της. Με τον τρόπο όμως αυτό δημιουργείται και ένας αγωγός επαφής μεταξύ του γηγενούς και του αλλοδαπού πληθυσμού. Καθώς δε λαμβάνεται μέριμνα διαπολιτισμικής αγωγής για τον κύριο όγκο των Ελλήνων μαθητών[22] οι δράσεις αυτές θα λειτουργήσουν παιδαγωγικά και για μαθητές και για ενήλικες.
Σε γενικότερο όμως πλαίσιο οι προοδευτικές δυνάμεις δεν πρέπει να ξεχνούν ότι βασικός τους στόχος είναι η ίδια η νομιμοποίηση των μεταναστών και η απόκτηση ιθαγένειας ή υπηκοότητας ώστε πλέον να μην είναι αναγκαίος ο διαχωρισμός τους από τον υπόλοιπο πληθυσμό που εν τέλει λειτουργεί και ενάντια στους ίδιους τους δημοκρατικούς θεσμούς και προκαλεί από μόνος του μία ρατσιστική αντιμετώπιση. Οι ίδιοι οι μετανάστες, άλλωστε, συχνά βλέπουν την Ελλάδα όχι ως δεύτερη πατρίδα, αλλά ως πρώτη[23].
Καμία δημοκρατική δύναμη δεν μπορεί να δέχεται τη δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης παράνομων μεταναστών, "χώρους υποδοχής" που θυμίζουν φυλακές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ουσιαστικά, όμως, δεν πρόκειται ούτε για καταυλισμούς προσφύγων, ούτε καν για στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά για χώρους υποχρεωτικής συγκέντρωσης, φυλάκισης όσων θέλουν άσυλο ή μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη με τελικό στόχο να μεταπειστούν και να αναχωρήσουν μόνοι τους. Και βέβαια πρόκειται για μία γενικότερη πρακτική αντιμετώπισης των προσφύγων που απλώνεται από την Ένωση και προς τους γείτονές της[24].
Τη στιγμή που ανοίγουν τα σύνορα για τους Ευρωπαίους πολίτες προς όφελος των πολυεθνικών, κλείνουν[25] σε πρόσφυγες και μετανάστες στο όνομα της ακροδεξιάς ξενοφοβίας, αν και ουσιαστικά πρόκειται για ξενοφοβικές αποφάσεις από μόνες τους. Η ανάπτυξη όμως αυτή της ξενοφοβίας στην Ευρώπη συχνά συνδέεται ή ανάγεται απλοποιητικά στις εκλογικές επιτυχίες των κομμάτων της Άκρας Δεξιάς. Η αιτία της ενεργοποίησης της ξενοφοβίας, η οποία μπορεί να βρίσκεται σε λανθάνουσα μορφή σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία, δεν μπορεί να αναδειχθεί και να επιβληθεί στην πολιτική σκηνή παρά μόνο αν οι διοικούσες ελίτ χαρακτηρίσουν τους ξένους ως πρόβλημα, απειλή ή κίνδυνο για το δημόσιο βίο[26].
Η μεταναστευτική πολιτική δεν χαράσσεται ούτε με ευχολόγια ούτε με προχειρότητες. Υπουργικοί σχεδιασμοί μακριά από τις τοπικές κοινωνίες και τους μεταναστευτικούς κύκλους είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Ταυτόχρονα, η αύξηση των απορριπτικών διαθέσεων των μεταναστών στην καταγεγραμμένη προβληματικότητα της αντιμετώπισής από την πλευρά της κεντρικής διοίκησης, καθιστούν αναγκαία τη δραστηριοποίηση σε πολλαπλά επίπεδα της κοινωνικής οργάνωσης[27]. Είναι αναγκαίος ένας εκτενής διάλογος με τις δημοτικές αρχές που γνωρίζουν ήδη το πρόβλημα και το βιώνουν, το αντιμετωπίζουν καθημερινά. Οι αφορισμοί και οι ιδεοληψίες, όπως δε συνάδουν με τις αρχές του διαλόγου, έτσι δεν μπορούν να οδηγήσουν και στην αναζήτηση γόνιμων λύσεων. Η αξιολόγηση της μεταναστευτικής πολιτικής στην Ελλάδα τα τελευταία δεκαεφτά χρόνια οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στερείται εργασιακής και κοινωνικής νομιμοποίησης[28].
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση σε συνεργασία με πρωτοβουλίες πολιτών πρέπει να στοχεύσει στην άρση του αποκλεισμού των μεταναστών από την κοινωνική και πολιτική ζωή, προβάλλοντας το αυτονόητο δικαίωμα της ισότητας και της ισότιμης συμπεριφοράς. Και, βέβαια, μία αυτοδιοικητική διοίκηση, σαν αυτή που προτείνουμε, δεν μπορεί να επαναπαύεται στην απουσία τέτοιων πρωτοβουλιών· αλλά είναι ιδεολογικά υποχρεωμένη να στρέψει μέρος των πολιτών στην πρακτική αυτή αφήνοντας το δικαίωμα της αυτοοργάνωσης και της πρωτοβουλίας των κινήσεων στη νεοσυγκροτηθείσα συσπείρωση πολιτών. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να δεχτούμε τη διαιώνιση της προσωρινότητας τέτοιων αυτοδιοικητικών πρωτοβουλιών· παράλληλα με την υλοποίησή τους επιβάλλεται η άσκηση πίεσης στην κεντρική διοίκηση για τη θεσμοποίηση αυτών των πρωτοβουλιών και τη μεταφορά τους στην κρατική ευθύνη. Εξάλλου, η κινηματική αυτοδιοίκηση δεν είναι ανταγωνιστική προς το κράτος ούτε επιθυμεί τον περιορισμό του.
(βλ. και τα παλαιότερα άρθρα
[1] Σ. Ρομπόλης, Η μετανάστευση από και προς την Ελλάδα, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 56.
[2] Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, το περίπου 57% είναι αλβανικής καταγωγής, το 30% άγαμοι και απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης.
[3] βλ. Γρ. Τσιούκας, Αναδιοργάνωση και αναβάθμιση των υπηρεσιών των δήμων για τους αλλοδαπούς, Τοπική Αυτοδιοίκηση και μετανάστες, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2007, σελ. 42 κ.ε.
[4] Γκ. Καπλάνι, Η δημιουργία κοινών χώρων διάδρασης, επικοινωνίας και αλληλογνωριμίας ανάμεσα στον γηγενή πληθυσμό και στους μετανάστες στην τοπική κοινωνία, Τοπική Αυτοδιοίκηση και μετανάστες, ό.π., σελ. 62.
[5] Σχετικά με τον πληθυσμό των μεταναστών προς την Ελλάδα βλ. Σ. Ρομπόλης, ό.π. και Χρ. Μπάγκαβος, Δ. Παπαδόπουλος, Μεταναστευτικές τάσεις και ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική, ΙΝΕ/ΓΣΣΕ-ΑΔΕΔΥ, Αθήνα 2003.
[6] πηγή: ΙΚΑ, Δεκέμβριος 2003.
[7] Σ. Ρομπόλης, ό.π., σελ. 11.
[8] J. Valluy, Ευρώπη των στρατοπέδων: μια αυτοκρατορία απόρριψης που μετασχηματίζει τις περιφέρειές της, Ευρώπη Ποια Ευρώπη;, ό.π., σελ. 171.
[9] Ε. Καμπούρη, Φιλοξενία και πρακτικές υποδοχής του ξένου.
[10] K. H. Karim, Διασπορά και υπηκοότητα.
[11] Μέσω του διαδικτύου με χρήση ή όχι web κάμερας και μέσω βιντεόφωνου.
[12] Και φυσικά οι πρόσφυγες δεν είναι σε κοινή μοίρα ούτε με τους μετανάστες, ούτε βέβαια με τους παλιννοστούντες. Η διαφορά έγκειται, κυρίως, στον τρόπο άφιξης, αφού για τους μετανάστες αποτελεί συνειδητή επιλογή για έξοδο από την ανέχεια, εγώ για τους πρόσφυγες ζήτημα ζωής και θανάτου. Βεβαίως, οι πρόσφυγες ταυτίζονται με λαθρομετανάστες -μία ακόμη συνειδητή τηλεοπτική διαπόμπευση και δυσφήμισή τους. Ωστόσο, συχνά οι καταστάσεις που αντιμετωπίζουν στη χώρα υποδοχής είναι όμοιες.
[14] βλ. Ε. Καμπούρη, ό.π.
[15] Αξίζει να τονίσουμε ότι πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες είναι κοινά με αυτά των παλιννοστούντων. Κυρίως προέρχονται από την ελλιπή γνώση της γλώσσας και της γραφειοκρατικής δομής του ελληνικού κράτους, το οποίο φοβούνται και τρέμουν.
[16] Σχετικά με τη λειτουργία των Κέντρων εξυπηρέτηση Αλλοδαπών και λεπτομερείς προτάσεις διοικητικής και νομικής φύσης βλ. Γρ. Τσιούκα, ό.π., σελ. 44 κ.ε.
[17] Γκ. Καπλάνι, ό.π. σελ. 68.
[18] βλ. υλοποίηση δράσης "Κατάρτιση Συμβούλων Επαγγελματικού Προσανατολισμού και Απασχόλησης Αιτούντων Άσυλο-ΑΚΤΙΝΕΡΓΙΑ (Μ. Walsh, Μεθοδολογικός Οδηγός για Προγράμματα Κατάρτισης που απευθύνονται σε μικτή ομάδα καταρτιζόμενων, ΕΕΤΑΑ, Αθήνα 2007, σελ. 15 κ.ε.)
[19] Π. Γετίμης, Μ. Θεοδωρουλάκης, Λ. Κρέτσος, Έρευνα-Μελέτη για την εκπόνηση του Επιχειρησιακού Προγράμματος "Για τους μετανάστες στην Ελλάδα", Ινστιτούτο Αστικού Περιβάλλοντος και Ανθρώπινου Δυναμικού, Πάντειου Πανεπιστημίου, Αθήνα, 2002.
[20] Η παρουσία των παιδιών των μεταναστών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση φθάνει το 11% και σε ορισμένες περιοχές ξεπερνά το 25% (βλ. Γκ. Καπλάνι, ό.π. σελ. 78).
[21] Heiko Faber, Οι εξελικτικές τάσεις των συστημάτων διακυβέρνησης των ΟΤΑ, Προοπτικές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ό.π., σελ. 39.
[22] Ηρ. Μοσκώφ, Πρόγραμμα ευαισθητοποίησης μαθητών σε ζητήματα καταπολέμησης ξενοφοβίας, ρατσισμού και μισαλλοδοξίας, Τοπική Αυτοδιοίκηση και μετανάστες, ό.π., σελ. 88.
[23] Το 53,4% των μεταναστών που κατοικούν στην Αττική επιθυμεί να παραμείνει μόνιμα στη χώρα υποδοχής, τη στιγμή που το 85,4% ήδη διαμένουν με τις οικογένειές τους, ενώ το 17,6 % δε γνωρίζει αν θα επιστρέψει ποτέ στη χώρα προέλευσης (Γκ. Καπλάνι, ό.π. σελ. 65).
[24] βλ. στρατόπεδα σε Μαρόκο, Αλγερία, Λιβύη, Τυνησία που στο πλαίσιο διπλωματικών πιέσεων διατηρούν τέτοιους χώρους με άθλιες συνθήκες διαβίωσης κρατώντας εκεί τους πρόσφυγες και παράνομους μετανάστες ως αντάλλαγμα χρηματοδοτήσεων (συνήθως για αστυνομικά μέτρα στο όνομα της λαθρομετανάστευσης που τελικά χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο των μαζών).
[25] βλ. χιλιάδες απορρίψεις χορήγησης ασύλου ή τις απαράδεκτες καθυστερήσεις στη χορήγηση προσωρινών αδειών παραμονής και την ανανέωσή τους.
[26] J. Valluy, ό.π., σελ. 173 κ.ε.
[27] Π. Γετίμης, Μ. Θεοδωρουλάκης, Λ. Κρέτσος, ό.π.
[28] Σ. Ρομπόλης, ό.π., σελ. 100.
9 έκριναν :
Συμφωνώ κατά αρχήν και κατά αρχάς, Δείμο.
Για την πληρότητα του θέματος όμως κρίνω ως αναγκαίο να προσθέσουμε το δημογραφικό πρόβλημα ( πολύ σωστά το ανέφερες ) και την άνιση υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού.
Οι μετανάστες δεν αποτελούν πρόβλημα, ούτε κίνδυνο σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Όταν απουσιάζει, βέβαια, ο σχεδιασμός,η πρόνοια μεταναστευτικής πολιτικής,τότε σωρεύονται προβλήματα και εγείρονται αντιδραστικά σύνδρομα, απέναντι σε όλες τις ασθενέστερες, εν γένει, κοινωνικές ομάδες.
Σπίθα, το δημογραφικό πρόβλημα είναι πολύ σημαντικό. Και το πρόβλημα εστιάζεται σε αυτό που ονομάζουμε μεταναστευτική και κοινωνική πολιτική. Οι μετανάστες αποτελούν μία άλλη ειδική οντολογική ομάδα με δικά της οικονομικά και ταξικά προβλήματα. Εξάλλου, τους πλούσιους μετανάστες όλοι τους θέλουν. Τους φτωχούς δε θέλουν...
Συμφωνώ, Δείμο.
Ένα τέτοιο κείμενο με τόσα σημεία, πληροφορίες και γνώμες είναι ένα πλούσιο δείπνο! Το σχόλιο θα ήταν ολόκληρη ανάρτηση από μόνο του, κι έτσι θα προσπαθήσω να μείνω σε ορισμένα σημεία:
- Ενώ είναι λογικό, είναι σχεδόν αδύνατο να θεσμοθετηθούν τρόποι που να κρατήσουν μια κοινωνία θετικά ευέλικτη στην ενσωμάτωση των μεταναστών, γιατί, πέρα από το ότι όπως σωστά λες ο μετανάστης δεν ενδιαφέρεται για ενσωμάτωση, το όλο θέμα, το οποίο κάνει ίσως και δεκαετίες να εξελιχθεί, είναι σαν μια σειρα αλληλοεξαρτώμενων χημικών αντιδράσεων τις οποίες κανείς δεν μπορεί να προβλέψει.
- Ένας πολιτισμός δεν αλλοιώνεται αλλά εξελίσσεται, άρα οι Κασσάνδρες ανήκουν σε μια ομάδα συντηρητική -η και δειλή, ή ρατσιστική, η οποία χρησιμοποιεί την δικαιολογία της "αλλοίωσης" του πολιτισμού (τους) γιατί δεν θέλουν να δεχτούν εξέλιξη που να συμπεριλαμβάνει στοιχεία ξένα προς αυτούς.
- Τα αίτια της μετανάστευσης είναι πολλά και διαφορετικά, αλλά οι κοινωνίες που δέχονται τους μετανάστες έχουν, στην Ιστορία, κάτι κοινό: βρίσκονται σε παρακμή από μια περίοδο δύναμης ή ευημερίας. Δύο παραδείγματα τελείως διαφορετικά το ένα από το άλλο, με τελείως διαφορετικές συνθήκες και Ιστορία, αλλά παράλληλη παρακμή κατά την διάρκεια της μετανάστευσης είναι η Βρετανία γύρω στο 1945-1965 και η Ελλάδα 1995-2015.
- Τέλος... την ισοτιμίαν πολλοί ηγάπησαν, την αναγκαιότητά της λιγότεροι συνειδητοποίησαν, και εις την πράξην δεν εκούνησε μικρό δαχτυλάκι, σχεδόν, ουδείς...
Πολύ μεγάλο θέμα και η γενικοποιημένη εντύπωσή μου, πέρα από την όπως πάντα άψογη παρουσίαση σου, είναι ότι η μετανάστευση συνήθως είναι ο προάγγελος, αν όχι ο φορέας, φυσικής εξέλιξης που είναι δύσκολο να χαρτογραφηθεί ή να κατευθυνθεί...
thinks, οι Κασσάνδρες δειλιάζουν απέναντι σε κάθε αλλαγή. Ο συντηρητισμός ακριβώς είναι η φοβία να αλλάξουμε τη σημερινή ζωή μας. Βλέπουμε τα πάντα με κάποια σχηματική στασιμότητα κι αγωνίζονται για αυτήν.
Προσωπικά δε φοβάμαι τις νέες χαρτογραφήσεις. Φοβάμαι, ότι ο νεορατσισμός -όπως το συζητήσαμε και παλαιότερα- θα εντείνει τις κοινωνικές συγκρούσεις εξαιτίας ακριβώς της κρίσης και της εύκολης και λαϊκίστικης αναζήτησης υπευθύνων-αιτίων.
Στην απάντησή σου, να παραθέσω ένα παράδειγμα που με κάνει πολύ υπερήφανο. Η ιστοριούλα αυτή που θα πω θα βρει σίγουρα τον δρόμο της και στο μπλογκ μου, αλλά, άκου: ο γιός μου είναι Σύμβουλος υπεύθυνος ενός ορόφου διαμερισμάτων 38 φοιτητών στο Πανεπιστήμιο του. Πρόσφατα ανακάλυψε μια κατάσταση όπου περεταίρω έρευνα αποκάλυψε ένα φοιτητή που απειλούσε έναν άλλο, και που ήταν έτοιμος για "κρίση", και είχε ένα οπλοστάσιο με (νόμιμα) αυτόματα και καραμπίνες στο σπίτι του. Ο μαθητής τελικά αποβλήθηκε και στάλθηκε σε ψυχίατρο. Ο γιός μου μπορεί και να έσωσε ζωές. Σε όλες αυτές τις δύο βδομάδες, τηλέφωνα, μέηλ, συμβάντα που μου περιέγραφε, ποτέ δεν σκέφτηκε να μου πει μια λεπτομέρεια που δεν την είχε θεωρήσει άξια λόγου. Ο πιθανός δράστης ήταν Αφρικανός-Αμερικανός, και το πιθανό θύμα του Βόρειο-Ευρωπαίος-Αμερικανός. Τι είδα κατά σύμπτωση σε μια φωτογραφία. Ο γιός μου έχει πραγματική "αχρωματοψία" και βλέπει μόνο ανθρώπους... όπως πάσχισα να τον μάθω.
Όπως γράφω και κάπου στην ανάρτηση,thinks, οι μετανάστες αποτελούν την πρώτη ομάδας στην επικινδυνότητα εγκληματικότητας (στις ΗΠΑ μεταφράζεται με τους μαύρους). Και τούτο δεν ρατσιστική κορώνα, αλλά μία κοινωνιολογικά αποδεδειγμένη επιστημονικά εκτίμηση. Η εγκατάλειψη, η φτώχεια, τα βιώματα απομόνωσης κτλ ακόμα και πλουσιότερους/πιο μορφωμένους μετανάστες μπορούν να στρέψουν ευκολότερα από άλλους στην παραβατική δράση. Βέβαια, όταν λέμε μετανάστες -πολύ εύκολα, αλλά στατιστικά- τσουβαλιάζουμε όλες τις αλλοεθνείς ομάδες, όλα τα φύλα και όλα τα μορφωτικά -με την ευρεία έννοια- επίπεδα.
Εξαιρετική δουλειά και προσέγγιση!
Σ' ευχαριστώ πολύ, Νικο.
Δημοσίευση σχολίου